Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

ΠΙΝΔΟΣ '93
ΠΕΖΟΠΟΡΙΚΗ – ΟΡΕΙΒΑΤΙΚΗ – ΑΝΑΡΡΙΧΗΤΙΚΗ
ΔΙΑΣΧΙΣΗ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΠΙΝΔΟΥ
ΑΠΟ 2/7/ ΕΩΣ 10/7/1993
ΗΜΕΡΕΣ 9


ΟΡΕΙΒΑΤΕΣ
ΔΗΜΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ
ΚΙΡΛΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ
ΛΑΜΠΡΙΝΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΣΚΛΗΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΦΑΝΙΑΔΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ


 ΕΞΟΔΑ: 30.000-40.000 ΔΡΧ
ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ
ΤΖΙΖ-ΜΠΙΖ, ΒΙΒΑ ΤΣΙΜΠΟΥΡΑΣ, ΑΛΠΕΣ, ΖΑΓΑΡ, ΒΕΛΙΓΚΕΚΑΣ, ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΠΑΙΡΝΕΙ;

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ
ΑΦΗΓΗΣΗ ΣΤΑΘΗΣ ΦΑΝΙΑΔΗΣ



ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 2 ΙΟΥΛΙΟΥ 1993
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – ΚΑΤΕΡΙΝΗ - ΜΕΤΣΟΒΟ
Ξεκινάμε από Θεσσαλονίκη ο Χρύσανθος και ο Δημήτρης ο Λαμπρινίδης το μεσημέρι στις 13:30 με το τζιπάκι του το LADA, για να πραγματοποιήσουμε την ορειβατική εκδρομή μας στη Βόρεια Πίνδο. Κάναμε στάση στα Τρίκαλα για να πάρουμε ένα φίλο μας και ορειβάτη από την Αθήνα, το Γιάννη, και συνεχίσαμε για το Μέτσοβο. Τακτοποιηθήκαμε σε έναν ξενώνα με τηλεόρα­ση και κατόπιν πήγαμε για φαγητό. Ακολούθησε επιστροφή στον ξενώνα και ύπνος.
Δύο άλλοι, ο Χρήστος, ο Δημήτρης, θα ξεκινούσαν με το CITROEN μεσάνυχτα περίπου από Θεσσαλονίκη και θα έπαιρναν από την Κατερίνη το Στάθη. Έφθασαν στο Μέτσοβο στις 04:00 περί­που και έως τις 07:00 κοιμήθηκαν όπως όπως στο αμάξι περιμένοντας να ξημερώσει και να συνα­ντηθούμε στην πλατεία του Μετσόβου.

ΣΑΒΒΑΤΟ 3 ΙΟΥΛΙΟΥ 1993
ΜΕΤΣΟΒΟ - ΜΗΛΙΕΣ - ΦΛΕΓΚΑ - ΠΕΡΙΒΟΛΙ
Το πρωί συναντηθήκαμε όπως είχαμε συμφωνήσει και κατευθυνθήκαμε σε ένα καφενείο για τον απαραίτητο καφέ. Το κλίμα ήταν πολύ ευχάριστο και τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν. Κάναμε σχέδια, μιλούσαμε για αρκούδες και άλλα. Σηκωθήκαμε και τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας όλοι στο τζιπ του Δημήτρη Λ. Έξι ορειβάτες με σακίδια παραφορτωμένα..., τι θα τραβούσε το καημένο! Τακτοποιηθήκαμε κι εμείς όπως βολευόμασταν και στις 09:00 ξεκινάμε από το Μέτσοβο με πρώτο προορισμό τη Μηλιά. Μας περίμενε όμως μια δυσάρεστη έκπληξη. Μόλις βγήκαμε έξω από το Μέτσοβο και διανύσαμε 10 km, το τζιπ έπαθε σοβαρή βλάβη. Κάλεσε ο Δημήτρης την EXPRESS SERVICE και σε χρόνο ρεκόρ για τα δεδομένα τα ελληνικά, 2 ώρες, η βλάβη είχε αποκατασταθεί. Ήπιαμε άλλον έναν καφέ και το τσιπουράκι μας και ξεκινήσαμε για Βάλια Κάλντα και Εθνικό δρυ­μό Πίνδου μέσω Μηλιάς. Στο δρυμό ζούνε κάποιες από τις τελευταίες αρκούδες της Ελλάδας (υπάρχουν ορισμένες επίσης στην ορεινή Ροδόπη).
Με το που φτάσαμε στα όρια του δρυμού, στο διάσελο Μηλιά-Μαυροβούνι, αφήσαμε το τζιπ και ξεκινάμε για την κορυφή ΦΛΕΓΚΑ (2159 μ.).
Η διαδρομή ήταν από τις πιο γυμνές που είχαμε περπατήσει ποτέ και μάλιστα με πολύ πέτρα. Αυτό που μας αποζημίωνε ήταν η φοβερή θέα που είχαμε προς την κορυφή Αυγό και Σμόλικα, όπως επίσης η θέα της Βάλια Κάλντας που απλωνόταν στα πόδια μας και αυτή του φράγματος του Αώου και των δίδυμων λιμνών της Φλέγκας. Αφού πατήσαμε κορυφή και βγήκαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες, κινήσαμε για πίσω. Κάναμε και μια στάση μετά από λίγο κατέβασμα κάτω από ένα ωραίο ρόμπολο με παχύ χορτάρι στα πόδια μας και πολλές πεταλούδες να πετούν γύρω μας. Ιδανικό μέρος για φαγητό, θα σκεφτεί κανείς, αλλά...αλλά οι μύγες ήταν τόσο μα τόσο ενοχλητικές, που μας χάλασαν τη διάθεση στο πρώτο τσιμπούσι μας στο βουνό. Παρ' όλ' αυτά τιμήσαμε τα τσίπουρο και τα μεζεδάκια δεόντως! Ανάβαση σε 2 ώρες και 15', κατάβαση μαζί με τη στάση για το τσιμπούσι σε 2 ώρες και 30'. Να εξηγήσω εδώ ότι στην επιστροφή χάσαμε για λίγο το μονοπάτι, έχασε και ο Χρήστος ένα μικρό σακίδιο, πέσαμε όμως επάνω σε δύο πηγές που μας πρόσφεραν το παγωμένο τους νερό. Με το τζιπ συνεχίζουμε
μέσω ενός δασικού που διέσχιζε την καρδιά του δρυμού για το χωριό Περιβόλι. Όμορφη η κοιλάδα με τα φημισμένα κόκκινα πεύκα της να ξεπροβάλλουν εδώ κι εκεί. Ο ήλιος είχε δύσει και οι όποιες σκιές στο δάσος μας έδιναν την εντύπωση ότι ήταν αρκούδες. Πολλές φορές κάποιος από εμάς έδειχνε με δέος και έλεγε «σουουτ, αρκούδα». Βλέπετε η συζήτηση για τις αρκούδες ήταν σε πρώτη γραμμή μέρες τώρα και μας είχαν γίνει κάτι σαν έμμονη ιδέα.
Στο Περιβόλι φτάσαμε σε 2 ώρες και πήγαμε κατευθείαν στο μοναδικό ξενοδοχείο, τρόπος του λέγειν δηλαδή ξενοδοχείο. Κάναμε ένα κρύο ντουζ, οι ανέσεις του ξενοδοχείου βλέπετε, βγήκαμε μαι βόλτα στο χωριό να το γνωρίσουμε όσο γίνεται κι ας ήταν βράδυ, κυρίως όμως για να βρεθούμε στην πλατεία του, όπου ήταν συγκεντρωμένοι όλοι σχεδόν οι κάτοικοι. Γραφικό το χωριό με πρόθυμους για συζήτηση ανθρώπους. Από αυτούς μάθαμε ότι οι αρκούδες κάνουν αρκετές ζημίες στα κοπάδια των αγελάδων κυρίως και στις κερασιές και πως το κράτος σχεδόν αδιαφορεί. Το μόνο που ελπίζουν είναι να υλοποιηθεί ένα πρόγραμμα από το Μουσείο Γουλανδρή και που θα τους αποζημιώνει.
Καθίσαμε σε μια από τις ταβέρνες της πλατείας και παραγγείλαμε σουβλάκια, πατάτες τηγανητές, τυρί και παγωμένες μπύρες. Θέμα της συζήτησης όσο τα απολαμβάναμε ήταν η Ζάκυνθος, που την είχε επισκεφτεί ο Χρήστος λίγο πριν έρθει σ' αυτή την ορειβατική περιήγηση. Μετά από αρκετή ώρα και αφού το κρύο άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του αποσυρθήκαμε για ύπνο. Αύριο μας περίμενε μια άλλη μέρα γεμάτη εκπλήξεις για μας.

ΚΥΡΙΑΚΗ 4 ΙΟΥΛΙΟΥ 1993
ΠΕΡΙΒΟΛΙ - ΑΥΓΟ - ΒΩΒΟΥΣΑ - ΛΑΪΣΤΑ
 Το πρωί απολαύσαμε έναν δυναμωτικό ελληνικό καφέ χωρίς την παρέα της Ρούλας Κορομηλά, όπως έλεγε ο Χρύσανθος. Κατόπιν αυτός και ο Γιάννης άναψαν από ένα κεράκι στην εκκλησία του χωριού και αφού, πήραμε πληροφορίες από τους ντόπιους για την κορυφή του Αυγού, ξεκινάμε με το τζιπ από το δασικό. Στη βάση της κορυφής (όνομα και πράγμα ΑΥΓΟ) αφήνουμε το αμάξι κοντά σε κάτι στάνες και παίρνουμε το μονοπάτι μέσα στο δάσος η μισή ομάδα και η άλλη μισή ακολου­θεί το δασικό δρόμο. Συναντήσαμε ένα κοπάδι με κάτι ποιμενικούς ελληνικούς, μα με κάτι ποιμενι­κούς ελληνικούς άλλο πράμα. Κάτω από τη σκιά οξυών, πεύκων και έλατων προχωράμε και βγαί­νουμε σε οροπέδιο στα 2.000 μ. Συνεχίζουμε και σε λίγη ώρα φτάνουμε στην κορυφή ΑΥΓΟ στα 2.177 μ. Τζιπ κορυφή 2 ώρες.ξι κοντά σε κάτι στάνες και παίρνουμε το μονοπάτι μέσα στο δάσος η μισή ομάδα και η άλλη μισή ακολου­θεί το δασικό δρόμο. Συναντήσαμε ένα κοπάδι με κάτι ποιμενικούς ελληνικούς, μα με κάτι ποιμενι­κούς ελληνικούς άλλο πράμα. Κάτω από τη σκιά οξυών, πεύκων και έλατων προχωράμε και βγαί­νουμε σε οροπέδιο στα 2.000 μ. Συνεχίζουμε και σε λίγη ώρα φτάνουμε στην κορυφή ΑΥΓΟ στα 2.177 μ. Τζιπ κορυφή 2 ώρες.
Φοβερή η θέα από την κορυφή, φαίνεται σχεδόν όλη η οροσειρά της Πίνδου, η Τσούκα Ρόσσα, η Γκαμήλα, η Τραπεζίτσα, ο Σμόλικας, η Φλέγκα και στα πόδια μας απλώνεται το χωριό Βωβούσα, που τη διασχίζει ο Αώος ποταμός. Αφού απαθανατίσαμε το τοπία με αρκετές στάσεις, κατεβήκαμε και σε έναν παχύ ίσκιο κάτω από ένα πεύκο που είχε ως τοποθεσία και πανοραμική θέα καθίσαμε να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας. Εκεί μας περίμενε ο Γιάννης. Ακολούθησε φαγοπότι: μεζεδάκια διάφορα συνοδευόμενα από ούζο και τσίπουρο. Εκεί έπεσε η ιδέα να δώσουμε όνομα στην παρέα και μετά από πολλές προτάσεις έμειναν στο τραπέζι δύο, Ο.Σ.Τ.Θ. (Ορειβατικός Σύλλογος Τσιπου­ράδων Θεσσαλονίκης) και Ο.Υ.Σ.Τ. (Ορειβατικός Υπερβατικός Σύλλογος Τσιπουράδων). Λόγω του ότι ένα μέλος, ο Στάθης, δεν έμενε πλέον στη Θεσσαλονίκη, η παρέα ονομάστηκε Ο.Υ.Σ.Τ. Ημέρα Κυριακή, λοιπόν, 4 Ιουλίου του 1993 αποκτούμε και όνομα, το οποίο σημειωτέον θέλουν αν το αλλάξουν κάποιοι, ονόματα δεν αναφέρω, κάνοντας ότι δε θυμούνται... αλλά έχω εκτός των άλλων μάρτυρα και την πηγή ΤΟΣΚΑ.
Κατά την κατάβαση αποφασίσαμε εγώ ο Στάθης, ο Χρύσανθος και ο Χρήστος να διασχίσουμε το δασωμένο Αρκουδόρεμα και να πέσουμε στη Βωβούσα. Οι άλλοι τρεις θα έπαιρναν το τζιπ, ο οδηγός Δημήτρης, ο μηχανικός Δημήτρης  Π. και ο Γιάννης, και θα συναντιόμασταν στο πετρωτό το­ξωτό γεφύρι της Βωβούσας. Μπροστά ο αρχηγός (μη ρωτάτε ποιος είναι ο αρχηγός..., ένας ήταν και παραμένει έως και σήμερα), άψογος, λες και έχει αζιμούθιο στο μυαλό του, GPS θα λέγαμε σή­μερα, μας οδηγεί μέσα από ένα πολύ πυκνό δάσος χωρίς το παραμικρό σημάδι που να μας οδηγεί προς το χωριό. Η οργιώδης βλάστηση μας έκανε να χάσουμε προς στιγμήν το στόχο μας. Φτέρες με ύψος 2 μέτρα και παραπάνω μας έκλειναν το δρόμο και σε κάποια στιγμή βρεθήκαμε μπροστά σε καταπλακωμένες στο φάρδος αρκούδας. Τους φόβους μας τους επιβεβαίωσαν κόπρανα αρκούδας. Προχωρούσαμε σιωπηλά για πάνω από 15'. Μια συστάδα με αγριοφράουλες μας έκανε να ξεχάσου­με το φόβο μας να μαζέψουμε αρκετές. Μετά την απαραίτητη φωτογράφισή τους κατέληξαν στα στομάχια μας. Ήταν νοστιμότατες. Ο Χρύσανθος έκανε το θαύμα του και σε κάτι λιγότερο από 3 ώρες είχαμε βρεθεί στο γεφύρι της Βωβούσας, όπου και μας περίμεναν οι άλλοι τρεις.
Αναζητήσαμε ένα ήσυχο μέρος δίπλα στον Αώο και μετά από ένα μπανάκι
άρχισε ο Χρήστος την ετοιμασία του φαγητού ξεδιπλώνοντας όλο το ταλέντο του στο να στήνει τσιμπούσια. Ο Δημήτρης Π. έβγαλε ένα ευλογημένο αγιορείτικο, ο Χρύσανθος, ο Γιάννης και ο Στάθης βάλα­με την όρεξη, ενώ ο άλλος Δημήτρης Λ., ο οδηγός, έψαχνε απεγνωσμένα αν βρει μουστάρδα... Έγινε χαμός όχι στο ίσωμα, αλλά στον Αώο!
Αφού απολαύσαμε το γεύμα μας με πολλά αστεία και πειράγματα, μαζέψαμε τα πράγματά μας για να ξεκινήσουμε με προορισμό τη Λάϊστα. Νυχτερινή διαδρομή από ένα δασικό στενό, χορτα­ριασμένο (γεγονός που έδειχνε ότι δεν πέρναγαν οχήματα από εκεί) και πολύ δύσκολο. Συχνά πυ­κνά πετάγονταν μπροστά μας λαγοί και αλεπούδες - ευτυχώς όχι αρκούδες - ενώ υπήρχαν και πολ­λές πυγολαμπίδες. Ταλαιπωρηθήκαμε κάπως (δεν ήμασταν και άνετα, βλέπετε, έξι άτομα με αρκε­τές αποσκευές σε ένα τζιπ)! Φτάσαμε στο χωριό μετά από αρκετή ώρα. Κάναμε μια στάση στο σχο­λείο όπου γινόταν κάποια εκδήλωση, μιλήσαμε για λίγο με τους χωρικούς και ύστερα πήγαμε προς «αναζήτηση» ξενοδοχείου. Είχαμε αποφασίσει να κοιμηθούμε έξω απόψε το βράδυ, γι' αυτό και κατευθυνθήκαμε προς την εκκλησία του χωριού. Είχε μεγάλη αυλή και ένα πλατάνι στη μέση με πεζούλι γύρω από τη ρίζα του. Ξενοδοχείο ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ, λοιπόν, ο ουρανός πλημμυρισμένος από το φως της σελήνης - πανσέληνο είχαμε το βράδυ αυτό - και γύρω μας σαν μικρά μικρά φωτάκια εκατοντάδες πυγολαμπίδες. Βάλαμε ποτά στο νερό της βρύσης, που κυλούσε μέσα στην αυλή της εκκλησίας, για να παγώσουν και στρώσαμε ένα




μπαράκι με J&B, SMIRNOFF, BACARDI COLA, διάφορους φυσικούς χυμούς και ξηρούς καρπούς. Η βραδιά κυλούσε ευχάριστα με συζήτηση για διάφορα θέματα και ειδικότερα για κοριούς και για το νέα κόμμα του Σαμαρά, την ΠΟΛ.ΑΝ ή αλ­λιώς Πολιτική Άνοιξη που θα έκανε την υπέρβαση... πέσαμε για ύπνο αργά μετά τις 12 και κατά τη διάρκεια του ύπνου σαν να μου φάνηκε πως άκουγα πυροβολισμούς! Μυστήριο πράγμα...


ΔΕΥΤΕΡΑ 5 ΙΟΥΛΙΟΥ 1993
ΛΑΪΣΤΑ – ΒΡΥΣΟΧΩΡΙ - ΠΑΛΙΟΣΕΛΙ
Το πρωινό μας επεφύλαξε μια μεγάλη έκπληξη! Μας ξύπνησαν τα κουδούνια από ένα κοπάδι γιδοπρόβατα και η έντονη μυρωδιά του... Είχαμε κοιμηθεί στο δρόμο του, φαίνεται! Τέλος πάντων, αυτό δε μας εμπόδισε καθόλου να έχουμε όρεξη για ένα πλούσιο πρωινό.
Πριν να φύγουμε ήρθε και ένας κύριος που μας είπε ότι ήταν ανταποκριτής σε εφημερίδα των Ιωαννίνων και συζητήσαμε για λίγο. Ζήτησε να φωτογραφηθούμε και μας παρακάλεσε να του στεί­λουμε κάποιες φωτογραφίες, για να τις δημοσιεύσει. Ο Χρύσανθος το ανέλαβε και πιστεύω πως δεν τον άφησε με παράπονο.Να πω επίσης ότι λύθηκε και το μυστήριο με τους πυροβολισμούς. Ο Δημήτρης Π. πυρο­βολούσε με ένα πιστόλι αεροβόλο που είχε μαζί του, επειδή κάτι τον φόβισε, δε θυμάμαι τι ακρι­βώς, μάλλον οι πυγολαμπίδες;
Αφού ετοιμαστήκαμε, ξεκινήσαμε και ακολουθώντας έναν καλό δασικό με οργιώδη βλάστηση μέσα σε μισή ώρα φτάσαμε στο Ηλιοχώρι και σε άλλη μισή στο Βρυσοχώρι. Είχε και 5 χιλιόμετρα άσφαλτο η διαδρομή προς Βρυσοχώρι, ενώ ετοίμαζαν το δρόμο προς Παλιοσέλι έχοντας τη στήριξη της ΕΟΚ για την Πίνδο. Παίρνουμε αριστερά το δασικό για Εκκλησάκι, Νεραϊδόβρυση, Τσούκα Ρόσσα. Η διαδρομή πανέμορφη, το δάσος φανταστικό και το τζιπ να διασχίζει πολλά ρέματα. Δεξιά αριστερά υπήρχαν πολλές αγριοφραουλιές με ώριμες φραουλίτσες να κρέμονται από αυτές και να μοιάζουν να μας προσκαλούν να τις δοκιμάσουμε. Φυσικά δεν τις αφήσαμε παραπονεμένες! Συχνά πυκνά κάναμε στάσεις για να μαζέψουμε και να γευτούμε τους νόστιμους καρπούς ξεπλένοντάς τους στα παγωμένα ρέματα. Ωραία αίσθηση, αν αναλογιστεί κανείς τη ζέστη που επικρατούσε! Αφήσαμε το τζιπ στη βάση της Τσούκα Ρόσσα και πήραμε στα αριστερά μας ένα μονοπάτι. Μας περίμενε απότομη ανηφόρα με πολλά δέντρα και πλούσια βλάστηση, ένας επίγειος παράδεισος για τη χλωρίδα της περιοχής. Σε 2 ώρες και 30' φτάσαμε σε ένα ξέφωτο με θέα προς την κορυφή και προς άλλες που δε γνωρίζαμε πώς ονομάζονταν, ενώ στα πόδια ανοίγονταν βάραθρα. Ο Χρύσανθος και ο Δημήτρης  Λ. ξέφυγαν λίγο πιο ψηλά και έφτασαν στη βάση της κορυφής της Τσούκα Ρόσσα (2.377 μ.), από όπου έβλεπαν και αρκετές χιονούρες. Θέα φανταστική: ΒΡΥΣΟΧΩΡΙ, ΠΑΛΙΟΣΕ­ΛΙ, ΑΩΟΣ, ΣΜΟΛΙΚΑΣ. Η ανάβαση κράτησε 3 ώρες. Μάλιστα ο Χρύσανθος είχε και μια απώλεια, του έφυγε η μαγκούρα του σε ένα λούκι.


Αφού επέστρεψαν στην υπόλοιπη παρέα οι δύο πιο τολμηροί, άρχισε η κατάβαση,η οποία ήταν και πιο εύκολη και διήρκεσε 2 ώρες ως το τζιπ. Συνεχίσαμε με τα πόδια στο δασικό κατευθυνόμενοι προς τα μικρά ποταμάκια που κυλούσαν από ψηλά με πρόθεση να δροσιστούμε, να πλυθούμε (ας όψεται η ζέστη του Ιούλη και η πλούσια βλάστηση που μας έκανε να νοιώθουμε ότι ήμασταν σε χαμάμ), αλλά και να γευτούμε αγριοφράουλες. Ακολούθως πήγαμε στο Βρυσοχώρι και σταματήσα­με στην πλατεία δίπλα σε μια βρύση κάτω από ένα κιόσκι που το σκίαζε πλατάνι - κλασική εικόνα στα χωρά της Πίνδου - και αφού αγοράσαμε από το μοναδικό μπακάλικο του χωριού ντομάτες, τυρί και μπύρες, απολαύσαμε το φτωχικό αλλά νόστιμο γεύμα υπό το βλέμμα κάποιων χωρικών και του παπά του χωριού. Φυσικά στο τραπέζι έρεε και ρακί αγιορείτικο «το ευλογημένο»! Μετά το γεύμα και δεκάλεπτο υπνάκο στο κιόσκι ακολούθησε ένα καφεδάκι από τα χέρια του Χρήστου και ετοιμα­στήκαμε να συνεχίσουμε προς Παλιοσέλι περνώντας από το ποτάμι. Ο δρόμος χάλια και μας επεφύλασ­σε και λίγη περιπέτεια με το LADA. Το ζορίσαμε αρκετά, μπούκωνε και ο Δημήτρης Π. ο μηχανικός το ξεμπούκωνε, ενώ προς το τέλος περίπου της διαδρομής σε μια ζόρικη ανηφόρα κατεβήκαμε και βαδίζαμε με τα πόδια μέσα στη νύχτα παρέα με αρκούδες και αλεπούδες. Φτάσαμε στο Παλιοσέλι στις 22 και 30' και κατευθυνθήκαμε στον ξενώνα του χωριού. Ερημιά... Πουθενά δεν υπήρχε ψυχή! Ο Δημήτρης Λ. έτρεξε προς το σπίτι του ιδιοκτήτη και βρήκε τις υπεύθυνες, δυο γεροντο­κόρες που είχαν για παρέα τον πρόεδρο του χωριού και ήταν οι μοναδικοί κάτοικοι. Μας άνοιξαν και μας προμήθευσαν με αυγά - ορνιθοτροφείου, παρακαλώ! - ενώ ο Χρύσανθος ανέλαβε μαζί με το Χρήστο να μας ετοιμάσουν για βραδινό αυγά με λουκάνικα. Όσο τρώγαμε σε ένα τεράστιο ξύλι­νο τραπέζι στην αυλή κάτω από το φως του φεγγαριού η συζήτησε αφορούσε την επίσκεψη του Δη­μήτρη (ξέρω, σας έχω μπερδέψει με
τους Δημήτρηδες) του Παπαγεωργίου στο Άγιο Όρος για δου­λειά και μας έλεγε τς εντυπώσεις του. Λίγο πριν πάμε για ύπνο αποχαιρετήσαμε το Γιάννη, ο οποίος την επομένη θα αναχωρούσε για Αθήνα νωρίτερα από ό,τι μας είχε πει. Εμείς θα συνεχίζαμε για  Σμόλικα.


 
ΤΡΙΤΗ 6 ΙΟΥΛΙΟΥ 1993
ΠΑΛΙΟΣΕΛΙ - ΣΜΟΛΙΚΑΣ
Πρωινό ξύπνημα, φρεσκάρισμα και ξύρισμα όλοι μας. Ακολουθεί ένα βουνίσιο τσάι με λίγες σταγόνες λεμόνι και μέλι στο μπαλκόνι και ξεκινάμε για την κορυφή του Σμόλικα ακολουθώντας ένα δασικό (τι άλλο!) δρόμο. Ο δασικός αυτός είναι καλά συντηρημένος και φτάνει αρκετά ψηλά, γιατί υπάρχουν στάνες και ανεβαίνουν έως εκεί οι τσομποναραίοι. Μετά από 30' αφήσαμε το τζιπ και αρχίσαμε την ανάβαση από το μονοπάτι έχοντας στις πλάτες μας τα σακίδιά μας. Στην πορεία μας συναντούσαμε πολύ συχνά αγριοφράουλες και διάφορα λουλούδια. 1 ώρα και 30' κράτησε η ανάβαση έως τη Δρακόλιμνη του Σμόλικα στο 2.200 μ. Όμορφη η λίμνη με πολύ γρασίδι γύρω γύρω, ενώ στα νερά
της κολυμπούν οι μυθικοί τρίτωνες. Τραβήξαμε αρκετές φωτογραφίες, ξεκουραστήκαμε λίγο και τραβήξαμε για το ανηφορικό (αρκετά ανηφορικό, μάλιστα) μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή. Μπροστά πηγαίναμε εγώ ο Στάθης και ο Δημήτρης ο Παπαγεωργίου. Τα βήματά μας διαρκώς και γίνονταν πιο βαριά, η ανηφόρα μεγάλη και σε κάποια στιγμή βλέπω το Δημήτρη να είναι κατάκοπος. Μου είπε ότι σταματάει και πως δε θα πατήσει κορυφή. Τον ενθάρρυνα και του είπα να περάσει μπροστά από εμένα και να συνεχίσει χωρίς να βλέπει ούτε μπρος ούτε πίσω, μόνο μπροστά και χαμηλά και ότι θα είναι ο πρώτος της παρέας που θα ανέβει στην κορυφή αυτή, τη δεύτερη ψηλότερη της Ελλάδας, κάτι που τον εμψύχωσε. Η κορυφή απείχε 10´ μόλις και ήταν κρίμα να μην την πατήσει. Όντως σε 10' πατούσε πρώτος από τη παρέα την κορυφή του Σμόλικα στα 2.637 μ. Η ανάβαση από τη Δρακόλιμνη κράτησε 1 ώρα και 15'. Σε λίγο έφτασαν και οι υπόλοιποι της παρέας κουρασμένοι όπως και εμείς, αλλά απόλυτα ικανοποιημένοι και για έναν ακόμη λόγο, τη θέα. Αγναντεύαμε όλη την οροσειρά της Πίνδου από Κόνιτσα έως Σαμαρίνα. Εγώ είχα ανέβει και πάλι στην κορυφή τον Αύγουστο του 1990 με ένα άλλο Δημήτρη, αλλά η ανάβαση είχε γίνει από τη μεριά της Σαμαρίνας και κάτω από άλλες συνθήκες (βροχή και κεραυνοί). Φωτογραφίες (με παίρνει εμένα;) και άρχισε η κάθοδος. Μετά από μια στάση στη Δρακόλιμνη
για να πλένουμε τα πόδια και να ξεκουραστούμε κατεβαίνουμε και φτάνουμε στο αμάξι σε 2 ώρες και 15'. Αυτό μας παρουσίασε για άλλη μια φορά μικροπροβλήματα, αλλά ο Δημήτρης ο πρωτοπατήσας το Σμόλικα δεν καταλάβαινε από τέτοια, το έφτιαξε και φτάσαμε στο Παλιοσέλι. Ένα ντους, τηλέφωνο στις οικογένειές μας (μη φανταστείτε τίποτε μοντέρνα τηλέφωνα, ένα και αυτό με μανιβέλα, έπιανες κέντρο και αυτό σε συνέδεε) με τη βοήθεια του προέδρου του χωριού και μετά στο μπαλκόνι με το Χρήστο να δίνει τα ρέστα του με τα όσα λίγα διέθετε η παρέα για φαγητό. Απολαύσαμε στραπατσάδα, χαλβά με λεμόνι και δροσιστήκαμε πίνοντας κρύες μπύρες.
Κάποια ώρα αργότερα πήγαμε για ύπνο προβληματισμένοι κάπως, γιατί το προηγούμενο βράδυ κάτι μας είχε τσιμπήσει, σίγουρα όχι κουνούπι, και σκεφτόμασταν πώς θα βγάλουμε άλλη μια νύχτα.



ΤΕΤΑΡΤΗ 7 ΙΟΥΛΙΟΥ 1993
ΠΑΛΙΟΣΕΛΙ - ΚΟΝΙΤΣΑ - ΑΩΟΣ - ΚΑΛΥΒΑ
Το πρωί είχαμε ένα καλό ξύπνημα ευτυχώς χωρίς την «επίσκεψη» εντόμων. Ετοιμαστήκαμε, τακτοποιήσαμε τα σακίδιά μας στο τζιπ, γεμίσαμε το ντεπόζιτο με βενζίνη (είχαμε μαζί μας ένα με­γάλο κάνιστρο) και ξεκινάμε με προορισμό την Κόνιτσα. Σήμερα θα ανεβαίναμε στην Γκαμήλα και θα μέναμε σε μια καλύβα, για την οποία μας μιλούσε συνεχώς με ενθουσιασμό ο Δημήτρης ο οδη­γός. Είχε ανέβει με μια άλλη παρέα νωρίτερα και του έκανε μεγάλη εντύπωση, την οποία είχε μετα­δώσει και σε εμάς, οπότε ανυπομονούσαμε να τη δούμε από κοντά και να μείνουμε μάλιστα σ' αυ­τήν. Προς το παρόν κατευθυνόμαστε προς την Κόνιτσα.
Σε κάποιο σημείο ο Δημήτρης σταμάτησε και κατεβήκαμε όλοι να θαυμάσουμε τη θέα. Όλη η οροσειρά της Γκαμήλας ήταν μπροστά στα μάτια απλωμένη και λουσμένη από το έντονο φως του ήλιου. Τέλεια εικόνα! Εκεί ο Χρύσανθος ανακάλυψε ότι ξέχασε στον ξενώνα το βραζιλιάνικο μα­χαίρι του και έναν σουγιά πολυεργαλείο, αλλά ήταν μακριά για να γυρίσουμε πίσω...
Συνεχίσαμε και κάποτε φτάσαμε στην Κόνιτσα. Ωραίο χωριό, γραφικό, αλλά με μια παρατήρηση κοινή από όλη την παρέα. Την περιμέναμε ακόμη πιο γραφική, κάτι που το χαλούσαν τα μοντέρνα κεραμίδια των σπιτιών, ενώ έως τώρα βλέπαμε τα σπίτια των άλλων χωριών να είναι «στολισμένα» με σχιστόλιθους. Παρκάραμε στην πλατεία και κάναμε κάποια ψώνια, όπως κρεατικά, σαλατικά, φρούτα και ψωμί, τα φορτώσαμε στο τζιπ και φεύγουμε για τη χαράδρα του Αώου όπου βρίσκεται η γνωστή Μονή Στομίου. Προχωρήσαμε με το όχημα όσο πήγαινε, ξεφορτώσαμε τα πράγματά μας και με πλήρη ορειβατική εξάρτηση στα σακίδιά μας, τα οποία σημειωτέον σήμερα ζύγιζαν από 15 έως 25 κιλά ξεκινάμε. Το βάρος δικαιολογούνταν από τα όσα κουβαλούσαμε, γιατί θα μέναμε 2 ημέρες στην καλύβα και θα έπρεπε να έχουμε μαζί μας τα πάντα.
Θα διασχίζαμε τη διαδρομή που οδηγεί προς τη μονή Στομίου και κατόπιν θα παίρναμε ένα ανάποδο μονοπάτι με σημάδια που ήταν κρυμμένα και τα οποία θα μας έβγαζαν στην ορειβατική καλύβα, κάτω από την κορυφή Λάπατος 2.251 μ. και Γκαμήλα 2.497 μ.
Μετά από περίπου 30' κάναμε μια στάση στην KIRLAS BEACH για ένα δροσιστικό μπανάκι στα νερά του Αώου. Τα νερά κατακάθαρα και βαθιά, με αρκετή ορμή μάλιστα, κύλαγαν με θόρυβο και μας δέχτηκαν στην αγκαλιά τους παρασέρνοντάς μας από και από εκεί. Παίξαμε με τα ρεύματα του ποταμού σαν παιδιά, δροσιστήκαμε και μετά που βγήκαμε καθίσαμε στον ήλιο να στεγνώσου­με. Δε σας ανέφερα, κάτι που θα το δείτε στη φωτογραφία βέβαια, ότι δε φορούσαμε μαγιό, αν και οι υπόλοιποι ξεκίνησαν να μπουν στα νερά φορώντας. Τους πήρα με τις πέτρες στην κυριολεξία, λέγοντας πως θα ήταν ιεροσυλία αν το έκαναν αυτό, και μετά από πιέσεις μου τα έβγαλαν και απόλαυσαν το νερό τελείως φυσικά. Ακολούθησε ένα πρόχειρο φαγοπότι με φρέσκο ζεστό ψωμί, τυρί, ντομάτες και πεπόνι και αρχίζει η ανάβαση προς την καλύβα, η οποία βρισκόταν σε υψόμετρο 1.500 μ. περίπου.
Το μονοπάτι είναι πολύ ανηφορικό και σημαδεμένο, όπως είπα, ανάποδα, για να μην το βρίσκουν οι κυνηγοί και οι Αλβανοί. Εδώ αξίζει να αναφέρω ότι μια εβδομάδα πριν γίνει η εξόρμηση αυτή είχε γίνει επιχείρηση σκούπα στην Ελλάδα και είχαν διωχθεί πάρα πολλοί Αλβανοί και τα σύνορα φυλάσσονταν πολύ καλά, γεγονός που συνέβαλε στο να μην έχουμε συναντήσει έως τώρα κανέναν. Βέβαια αυτά που βλέπαμε έως τη Μονή Στομίου μας ανησύχησαν πολύ: ανθρακιές και σακούλες υποδήλωναν ότι ήταν το μέρος αυτό πέρασμα Αλβανών προς το Τρίκαλα και κατόπιν προς όλη την Ελλάδα. Δε θα θέλαμε συνάντηση με αυτούς... και ήταν θέμα συζήτησης όσο ανεβαίναμε προς την καλύβα. Η δυσκολία όσο πήγαινε και μεγάλωνε, η βλάστηση ήταν οργιώδης και μόνο ο Ταρζάν και η τσίτα έλειπαν, όπως είπε χαρακτηριστικά ο Χρύσανθος. Υπήρχαν πέτρες και φυλλόχωμα στο μονοπάτι, ενώ δεν ήταν λίγες οι περιοχές που γλιστρούσε επικίνδυνα, γεγονός που με προβλημάτισε, μπορώ να πω, για την επιστροφή μας. Μετά τα μισά της διαδρομής βράχια ορθώνονταν μπροστά μας και υπήρχαν σχοινιά, ευτυχώς, που μας βοήθησαν να ξεπεράσουμε και το εμπόδιο αυτό. Ιδρώτας, ιδρώτα, ιδρώτας και ανηφόρα όση δε φαντάζεστε... Κανείς όμως δεν το βάζει κάτω, σφίγγουμε τα δόντια και προχωράμε. Ενώ έχουμε πλησιάσει, η καλύβα δε φαίνεται. Είναι τόσο καλά προσαρμοσμένη στο περιβάλλον που ενώ απείχαμε λιγότερο από 100 μ. δεν την είδαμε. Μας την έδειξε ο Δημήτρης και ένα αίσθημα ανακούφισης μας πλημμύρισε!
Την ορειβατική αυτή καλύβα της είχε κτίσει ο Μυστακίδης (φίλος του Δημήτρη Λ.) και είχε κάνει καταπληκτική δουλειά. Είχε κόψει κορμούς από τη γύρω περιοχή, τους είχε ξεφλουδίσει και με αυτούς την έκτισε από τοίχους έως και σκεπή. Είχε κουβαλήσει πολλά πράγματα επάνω, όπως θερμάστρα, κρεβάτια και μπανιέρα, ναι μπανιέρα, είχε συνδέσει ένα λάστιχο με πηγή που ήταν ψηλότερα και είχε τρεχούμενο νερό, με το λάστιχο να βγαίνει από έναν κορμό και να πέφτει σε μια ξύλινη γούρνα. Η όλη εικόνα θυμίζει καλύβες που βλέπουμε σε ταινίες με κυνηγούς αρκούδων κάπου ψηλά στα βουνά της Αμερικής ή του Καναδά!
Η όλη εικόνα και η γύρω θέα μας ξεκούρασε αμέσως, και οι 2 ώρες και 30' ανάβαση από το σημείο του Αώου που κάναμε μπάνιο ξεχάστηκαν αμέσως. Πλυθήκαμε και άρχισε το τελετουργικό της προετοιμασίας για ένα γερό τσιμπούσι. Ανέλαβε ο Χρήστος ο «ΤΖΙΖ ΜΠΙΖ», μετρ στο ψήσιμο, εξ ου και το παρατσούκλι του. Υπάρχουν και άλλοι ειδικοί, βέβαια, όπως ο Χρύσανθος στη σχάρα και στα σαλατικά και ο Δημήτρης στη φωτιά, ενώ ο Στάθης και ο Δημήτρης Π. φύλαγαν για Αλβανούς. Το τι φαγοπότι κάναμε φαντάζομαι ότι δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια... Το περιβάλλον, τα ψητά, οι σαλάτες, η σιγαλιά της νύχτας και η καλή παρέα συνέτειναν σε κάτι το καταπληκτικό. Εκτός από τα μαχαιροπίρουνα και τα σαγόνια μας ακούγονταν επίσης νυχτοπούλια και άγρια ζώα.
Αρκετά αργά πέσαμε για ύπνο έχοντας βάλει πίσω από την πόρτα μια σόμπα για τον κίνδυνο των Αλβανών...


ΠΕΜΠΤΗ 8 ΙΟΥΛΙΟΥ 1993 
ΚΑΛΥΒΑ - ΓΚΑΜΗΛΑ - ΔΡΑΚΟΛΙΜΝΗ - ΚΑΛΥΒΑ
Το πρωινό αυτό έκανα μια πλάκα στους υπόλοιπους, που «έπαθαν την πλάκα τους», αλλά και εγώ με τη σειρά μου τρόμαξα λίγο από την αντίδρασή τους! Να τι ακριβώς τους έκανα.
Σηκώθηκα γύρω στις 6 το πρωί, φόρεσα ένα μπουφάν και, αφού πλύθηκα, έφτιαξα ένα νεσκαφέ και τον απόλαυσα αφουγκραζόμενος τους ήχους της φύσης. Κελαηδήματα ακούγονταν από κάθε σημείο, το κελάρυσμα του νερού τα συνόδευε, ενώ οι μυρωδιές του δάσους ήταν πρωτόγνωρες. Οι αχτίνες του ήλιου τρύπωναν ανάμεσα στα κλαδιά των πεύκων και έψαξα το σημείο που έπεφταν για να με ζεστάνουν κάπως. Μετά τον καφέ ξυρίστηκα και περίμενα να σηκωθούν και οι υπόλοιποι. Επειδή αργούσαν (μάλλον τους καλάρεσε ο ύπνος) σκέφτηκα να τους ξυπνήσω εγώ με έναν πρωτότυπο τρόπο. Σηκώνομαι, λοιπόν, και χτυπάω την πόρτα και προσποιούμενος Αλβανό φωνάζω: Αλπμανό, τειο, ψωμί, Αλπμανό, τειο, ψωμί! Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται: από την τρομάρα τους άλλος, ο Χρήστος, πήρε μαχαίρι, άλλος, ο Χρύσανθος, τσεκούρι και ο Δημήτρης Π. το αεροβόλο πιστόλι του και ήταν έτοιμοι για όλα. Το μάτι τους γυάλιζε από το φόβο και την έκπληξη. Βλέπετε, το προηγούμενο βράδυ αλλά και μέρες πριν συζητούσαμε για Αλβανούς και μας είχε γίνει εμμονή! Ευτυχώς το πιστόλι του Δημήτρη Π. έπαθε εμπλοκή, γιατί... Μόλις με είδαν και συνειδητοποίησαν το αστείο μου έγινε το έλα να δεις! Γέλια, γέλια, γέλια, ξεκαρδιστήκαμε και έγινε αυτό που είπα ένα από τα συνθήματα που ακουγόταν συχνότατα τις επόμενες ημέρες.
Μετά από την πλάκα σηκώθηκαν όλοι, ήπιαν τον καφέ τους, πήραμε ένα ελαφρύ πρωινό και ξεκινήσαμε για τη Λάκα του Τσουμάνη, τη Δρακόλιμνη της Γκαμήλας και τελικός στόχος η κορυφή της Γκαμήλας.
Παίρνουμε το ανηφορικό μονοπάτι ακολουθώντας το λάστιχο που έβαλε ο Μυστακίδης και περνώντας από καταρρακτάκια μπαίνουμε σε ένα λούκι μα τεράστιες πέτρες, ΠΕΤΡΑΡΕΣ θα έλεγα, και ανηφορίζουμε αγκομαχώντας. Μας ήρθε πολύ απότομη η ανηφόρα! Όσο ανεβαίναμε ακούγαμε σκυλιά να αλυχτούν απειλητικά και εγώ ειδικά τα χρειάστηκα. Ως γνωστόν με τα σκυλιά δεν τα πάω καθόλου καλά, ειδικά αν είναι τσομπανόσκυλα, τόσο το χειρότερο! Όταν πλησιάζαμε να βγούμε από το λούκι, φάνηκαν τα σκυλιά που ήταν μεν μεγαλόσωμα, όμως δε μας πλησίασαν, μένοντας κοντά στο κοπάδι που φύλαγαν.
Τα προσπεράσαμε και φτάσαμε στη Λάκα του Τσουμάνη σε 2 ώρες. Μόνο όταν φτάσαμε πολύ κοντά διακρίναμε τις μικρές στάνες που ήταν χτισμένες με πέτρες καλοβαλμένες με τέχνη η μία επάνω στην άλλη.
Αφήνοντας πίσω μας τη Λάκα παίρνουμε ένα πλαγιαστό μονοπάτι με πέτρα και πράσινο πίσω από τον Πλόσκο και ανεβαίνουμε προς την κορυφή της Γκαμήλας. Ο καιρός άρχισε να χαλάει, τα σύννεφα κατέβηκαν πολύ χαμηλά και άρχισε ένα ψιλόβροχο. Ήμασταν ήδη στα 2.300 μ. και πάνω και συνεχίζουμε απτόητοι το κουραστικό ανέβασμα. Φαινόταν κοντά η κορυφή, αλλά προχωρούσαμε, προχωρούσαμε και αυτή έμοιαζε να απομακρύνεται. Λίγο η κούραση, λίγο ο άσχημος καιρός, λίγο η σκέψη της επιστροφής , πολύ ήθελε!
Φτάνουμε επιτέλους στην κορυφή σε 3 ώρες από τη Λάκα του Τσουμάνη, αλλά δεν αποζημιωθήκαμε όσο θα περιμέναμε, γιατί τα σύννεφα έκρυβαν όλη τη θέα. Μετά τις φωτογραφίες αρχίζει η κατάβαση και μετά από 100 μ. περίπου τα σύννεφα άρχισαν να διαλύονται και να απλώνεται στα πόδια μας μια καταπληκτική εικόνα. Πλόσκος, Δρακόλιμνη. Αστράκα, Λάπατο, Μονή Στομίου, Κόνιτσα και όλη η χαράδρα του Αώου.
Συνεχίζουμε παίρνοντας κατεύθυνση προς τα δεξιά, για να προσεγγίσουμε τη Δρακόλιμνη στα 2.050 μ. σε 30' περίπου, την ώρα που πάνω από τα κεφάλια μας πετούσαν δύο αετοί. Αριστερά μας βλέπαμε την Αστράκα στα 2.436 μ. με το ορεινό καταφύγιό της να διακρίνεται, όπως και ένα φιδίσιο μονοπάτι που κατέβαινε από εκεί. Μείναμε για λίγη ώρα θαυμάζοντας την ομορφιά της φύσης που έμοιαζε τέλεια, καθώς η κορυφή της Γκαμήλας καθρεφτίζονταν στα γαλαζοπράσινα νερά της λίμνης προσφέροντας τη σκιά της στους τρίτωνες. Τέλεια εικόνα φτιαγμένη από ο Δημιουργό!
Κατεβαίνουμε μαζεύοντας τσάι βουνού και μετά τη Λάκα σε 1 ώρα και 40' περνώντας και πάλι αυτές τις θεόρατες πέτρες φτάνουμε στην καλύβα σούρουπο και πολύ κουρασμένοι, γιατί περπατήσαμε γύρω στις 10 ώρες. Κανείς δεν παραπονιόταν όμως, γιατί αυτά που είδαμε μας αντάμειψαν και με το παραπάνω!
Στην καλύβα αφού πλυθήκαμε ετοιμάσαμε τσάι Ολύμπου, για να τονωθούμε, και μετά ανέλαβε ο μετρ, ο ΤΖΙΖ ΜΠΙΖ, κοινώς ο Χρήστος, να ετοιμάσει το δείπνο. Μακαρονάδα με λουκάνικα, διάφοροι μεζέδες και κρεμμυδοσαλάτα σπέσιαλ! Από όρεξη μην τα ρωτάτε, όρεξη για κουβέντα όμως δεν πολυείχαμε, γι' αυτό και κοιμηθήκαμε νωρίς. Σήμερα δεν είχε σκοπιά! Αφού σβήσαμε τα φανάρια μας απόλυτο και πυκνό σκοτάδι απλώθηκε ένα γύρω αφήνοντας τη φύση να ακολουθήσει τους ρυθμούς και τους ήχους της που μας νανούριζαν! Τα στρώματα που μας είχαν φανεί σκληρά την προηγούμενη βραδιά σήμερα ήταν πουπουλένια... Είχαμε αποβάλει και το φόβο των Αλβανών, υποσχέθηκα και εγώ να μην τους κάνω καμία πλάκα πρωινιάτικα και η νύχτα κύλησε ομαλά.


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 9 ΙΟΥΛΙΟΥ 1993
ΚΑΛΥΒΑ – ΦΑΡΑΓΓΙ ΒΙΚΟΥ
Σήμερα ξυπνήσαμε χωρίς κάποιο απρόοπτο. Το πρόγραμμα έλεγε επιστροφή στην Κόνιτσα και στη συνέχεια θα πηγαίναμε στο χωριό Βίκος, για να διασχίσουμε το ξακουστό φαράγγι του, κάτι που αποφασίστηκε το προηγούμενο μόλις βράδυ. Στις 8 η ώρα ήμασταν όλοι στο πόδι. Άλλοι ήπιαν τσάι βουνού και άλλοι καφεδάκι και, αφού ετοιμαστήκαμε, αποχαιρετήσαμε την καλύβα που μας φιλοξένησε για 2 ημέρες και πήραμε τον κατήφορο της επιστροφής. Πολύ απότομο το μονοπάτι και μας φάνηκαν πολύ χρήσιμα κάποια σχοινιά βοηθητικά που υπήρχαν στα δύσκολα σημεία. Ο Χρή­στος κατέβαινε με τη μεγαλύτερη ευχέρεια από όλους μας κι ας παρέσερνε και έριχνε επάνω μας κάποιες φορές από πετραδάκια έως και πέτρες. Σε 2 ώρες φτάνουμε στη μονή Στομίου με την ανα­κούφιση ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων μας. Σε άλλα 30' φτάνουμε στην KIRLAS BEACH για να απολαύσουμε ένα πρωινό δροσερό (μάλλον παγωμένο ήταν) μπάνιο. Μας είχε αρέσει, βλέπετε. Δε χρονοτριβήσαμε πολύ, γιατί μας περίμενε εύκολη μεν, πολύωρη δε διαδρομή. Στα επόμενα 30' έχουμε φτάσει στο γραφικό πέτρινο τοξωτό γεφύρι της Κόνιτσας και επιβιβαζόμαστε στο τζιπ.
Στην Κόνιτσα κάναμε κάποια ψώνια και ο Χρήστος μας κέρασε γλυκό για τη σύζυγό του. Κα­τόπιν τηλεφωνήσαμε στα σπίτια μας και ετοιμαστήκαμε να πάμε στο Βίκο μέσω Αρίστης. Λίγα χι­λιόμετρα μετά την Κόνιτσα προς Ιωάννινα στρίβουμε αριστερά για Βοϊδομάτη, εκεί που κατασκη­νώνουν για καγιάκ, και παίρνουμε στα δεξιά μας το δασικό που οδηγεί σε ένα εκκλησάκι, τον Άγιο Μηνά. Βατός ο δασικός και μας φτάνει μέσω Αρίστης στο Βίκο. Αφήνουμε εκεί το τζιπ, παίρνουμε μαζί μας λίγα χρήσιμα πράγματα για τη διάσχιση και πάμε στο σημείο που αρχίζει η κατάβαση.
Μας περίμενε μια καταπληκτική θέα από ψηλά. Αυτό που αμέσως προσελκύει τη ματιά είναι το χρώμα των πηγών του Βοϊδομάτη, οι Πύργοι του Πάπιγκου και το φαράγγι στα δεξιά μας να απλώνεται σε ένα μεγάλο μέρος του. Για 30' κατεβαίνουμε σκαλιά και αντί να πάμε προς τις πηγές συνεχίζουμε προς το φαράγγι. Εγώ και ο Δημήτρης Π. δεν είχαμε γεμίσει τα παγούρια μας με νερό, έχοντας την εύλογη εντύπωση ότι θα περνούσαμε από αυτές. Όταν μετά από 30' λεπτά ρώτη­σα τους δύο που είχαν ξαναπεράσει, το Δημήτρη και το Χρύσανθο, απάντησαν ότι τις είχαμε προ­σπεράσει και πως θα απαιτούσε 1 ώρα το πάνε έλα. Αποτέλεσμα: δεν επιστρέψαμε και για όση ώρα ήμασταν στο φαράγγι δεν ήπιαμε σχεδόν ούτε μια σταγόνα νερό και κορακιάσαμε, ενώ οι υπόλοι­ποι έπιναν από κάτι λακκάκια με σχεδόν στάσιμα νερά, μέσα στα οποία μάλιστα κολυμπούσαν φί­δια και βατράχια, χωρίς υπερβολή!
Στην αρχή το μονοπάτι ήταν εύκολο με τα δέντρα να μας προσφέρουν τη δροσιά τους. Το ρέμα ήταν στεγνό με θεόρατες πέτρες να ξεπροβάλλουν εδώ κι εκεί. Μετά το μέσον της διαδρομής φτάνουμε στο Μέγα Λάκκο, στη θέση Κλήμα-Ρέμα, που από ένα λούκι της Αστράκας ρέουν νερά που πρασινίζουν και ομορφαίνουν το τοπίο. Στο σημείο αυτό είδαμε και σπάνιες πεταλούδες που πετούν πολλές μαζί, οι γνωστές και ως οι πεταλούδες του Βίκου. Να σημειώσω εδώ ότι, όπως ανέφερε ο Χρύσανθος, στο φαράγγι φύονται σπάνια βότανα, ένας βοτανολογικός παράδεισος, που τα χρησιμοποιούν οι φημισμένοι «ΒΙΚΟΓΙΑΤΡΟΙ».
Από εδώ και μετά το μονοπάτι αγριεύει και μια ανεβαίνει ψηλά μια πέφτει προς τα κάτω. Στο δρόμο μας βρέθηκε και ένα κοπάδι ελεύθερες αγελάδες, αν και μιλάμε για εθνικό δρυμό. Μάλιστα μας έκλειναν το μονοπάτι και, όταν επιχείρησα να τις προσπεράσω, παραλίγο μία να με καρφώσει άθελα με τα κέρατά της, καθώς ήθελε να ξεφύγει και να κατεβεί χαμηλότερα.
Στο υπόλοιπο του φαραγγιού δε μας συνέβη κάτι το αξιοσημείωτο και χωρίς ούτε μια γρατζου­νιά φτάσαμε στο σημείο, από όπου θα ανηφορίζαμε, για να βγούμε στο χωριό Μονοδένδρι. Έως εδώ είχαμε κάνει 4 ώρες και μας περίμενε άλλη 1 ώρα έως απάνω. Ανεβήκαμε με δυσκολία τα σκα­λοπάτια (3.300 βήματα μέτρησε ο Χρύσανθος) και, όταν φτάσαμε πια, διαπίστωσα ότι τα αθλητικά μου παπούτσια δεν είχαν πλέον πάτο, ή, για να ακριβολογήσω, οι πάτοι κρέμονταν από μία κλω­στή. Τα έβγαλα, τα «ευχαρίστησα» και τα άφησα να ξεκουραστούν σε έναν κάδο.
Επισκεφτήκαμε στην πλατεία, μπροστά από την εκκλησία και κάτω από ένα θεόρατο πλατάνι, το φημισμένο μαγαζί της ΚΙΚΙΤΣΑΣ με την ωραία τυρόπιτα. Παραγγείλαμε δύο ταψιά (εδώ να πω κάτι που δε μου άρεσε: η ΚΙΚΙΤΣΑ χρησιμοποιούσε φούρνο μικροκυμάτων, για να μπορεί να ικα­νοποιεί την πελατεία της, χωρίς να το αναφέρει πουθενά, ενώ διαφήμιζε τη ΧΩΡΙΑΤΙΚΗ ΠΙΤΑ της), ήπιαμε και τις μπύρες μας και κατόπιν πάμε με τα πόδια στο διπλανό χωριό, τη Βίτσα, να μεί­νουμε σε έναν ξενώνα παραδοσιακό, ιδιοκτησίας 3 αδερφών. Εδώ είχε μείνει ο ΜητσοΔημήτρης και τους ήξερε. Κλείσαμε δωμάτια και ο Δημήτρης Λ. πήγε να φέρει το τζιπ από το Βίκο, ενώ εμείς τον περιμέναμε συζητώντας. Ένας από τους ιδιοκτήτες μας έλεγε ιστορίες με λαθρομετανάστες Αλ­βανούς και για το σκυλί του, έναν ελληνικό ποιμενικό σκέτο θηρίο, που γαύγιζε και κυνηγούσε μόνο αυτούς και όχι άλλους. Αφού ήρθε, πέσαμε όλοι για ύπνο που τον είχαμε μεγάλη ανάγκη, και μάλιστα ύπνο σε κανονικό κρεβάτι.

ΣΑΒΒΑΤΟ 10 ΙΟΥΛΙΟΥ 1993
ΒΙΤΣΑ - ΜΕΤΣΟΒΟ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τεμπέλικο ξύπνημα στις 10 η ώρα. Μας περιμένει (όχι, δεν έχουμε ανάβαση ή πορεία σήμερα, μην τρομάζετε) ένα πλούσιο πρωινό στο μπαλκόνι του ξενώνα με θέα γύρω γύρω βουνά. Εξάλλου αυτό σημαίνει η λέξη Ζαγόρι, δηλαδή Πίσω από τα βουνά. Ο αρχηγός ο Χρύσανθος και ο οδηγός ο Δημήτρης είχαν ιδιαίτερη περιποίηση!
Κάποια στιγμή έπρεπε να φύγουμε. Φορτώσαμε τα πράγματά μας στο τζιπ και φεύγουμε για Μέτσοβο. Εκεί εγώ, ο Δημήτρης Π. και ο Χρήστος χαιρετηθήκαμε με το Δημήτρη και το Χρύ­σανθο και επιστρέψαμε στην Κατερίνη εγώ και στη Θεσσαλονίκη οι υπόλοιποι με το CITROEN. Σε ένα μεγάλο μέρος οδηγούσε ο Χρήστος και του έδωσε να καταλάβει σανιδώνοντάς το.
Όλα πήγαν καλά. Το μόνο αρνητικό μου συνέβη όταν έφτασα στο σπίτι μου. Ο μόλις 6 μηνών και 10 ημερών δευτερότοκος γιος μου, ο Γιάννης, έμοιαζε να με είχε ξεχάσει και πέρασαν 2 ημέρες έως ότου «αποκαταστήσουμε» τις σχέσεις μας!