Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

ΕΥΧΕΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΟΡΕΙΒΑΣΙΑΣ

ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΚΑΤΑΚΤΟΥΝ ΟΣΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΕΕΣ ΚΟΡΥΦΕΣ!

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

ΕΥΧΕΣ

ΟΛΟΘΕΡΜΕΣ ΕΥΧΕΣ
ΓΙΑ
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΚΑΙ

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ
ΤΟ 2010! 

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ


ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ - ΑΘΩΣ
ΣΤΑΘΗΣ ΦΑΝΙΑΔΗΣ - ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΙΡΛΑΣ
ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΑΘΗ

Λίγες ημέρες πριν τις 23 Μαρτίου του 1981...
Από καιρό είχε ριχτεί η ιδέα για μια επίσκεψη στο Άγιο Όρος. Προτάθηκε μετά από μια ανάβασή μας στο Χορτιάτη, αφού είδαμε τι μπορούσε να μας χαρίσει το βουνό. Ο Χρύσανθος είχε ξαναπάει και οι εντυπώσεις του είναι πολύ ωραίες και ήταν από τους πρώτους που δέχτηκε να ακολουθήσει την εξόρμηση αυτή. Αποφασίσαμε να πάμε λίγες μέρες πριν φύγει φαντάρος. Θα πηγαίναμε τέσσερα άτομα αρχικά, εγώ ο Στάθης, ο Χρύσανθος, ο Δημήτρης και ο Στέλιος, αλλά τελικά η παρέα χάλασε λόγω των εργασιών των δύο τελευταίων και μείναμε μόνο οι δύο πρώτοι, δηλαδή οι γνωστοί πρόθυμοι! Το πρόβλημα το οποίο ενδεχομένως θα μας απασχολούσε ήταν το αν θα μπορούσα να πάρω άδεια από τον εργοδότη μου τον κύριο Αντωνίου. Ξεπεράστηκε όμως όσο το δυνατόν καλύτερα. Πήρα άδεια για έξι ημέρες και αρχίσαμε με το Χρύσανθο τις  απαραίτητες προετοιμασίες, δηλαδή συγκέντρωση πληροφοριών, σχεδιασμό πορείας και τα μέρη που θα επισκεπτόμασταν, αγορά τροφίμων και φιλμ. Θα ξεκινούσαμε το ταξίδι μας αυτό τη Δευτέρα στις 23 Μαρτίου, στις έξι η ώρα το πρωί.

Κυριακή, 22 Μαρτίου του 1981 
Την Κυριακή συγκεντρώσαμε τα πράγματα στο σπίτι του Χρύσανθου, Χρυσοστόμου Σμύρνης 8, και βγήκαμε μια βόλτα έξω, για να φάμε γύρο, λουκουμάδες (εδώ σταθήκαμε άτυχοι), παγωτό, γλυκό και μετά γιαούρτι Καλαθά. Αφού απολαύσαμε, έστω και με υπερβολές, τα "επίγεια"  σκεφτόμενοι τη "νηστεία" που θα βιώναμε στο Όρος, πέσαμε να κοιμηθούμε γύρω στις έντεκα η ώρα. Μάλιστα φόρεσα εγώ το ξυπνητήρι του Χρύσανθου, επειδή δεν του είχα εμπιστοσύνη.

Δευτέρα 23 Μαρτίου του 1981 
Το πρωί της Δευτέρας ξύπνησα στις 04:55' (το ξυπνητήρι θα χτυπούσε στις 05:09'). Σε λίγο ξύπνησε και ο Χρύσανθος και αρχίζουμε να ετοιμαζόμαστε. Στις 05:30' ήμασταν έτοιμοι, φορτωθήκαμε το σαμάρια μας, μπήκαμε σε ταξί και ήμασταν στο ΚΤΕΛ Χαλκιδικής έτοιμοι για Ουρανούπολη. Το λεωφορείο ξεκίνησε στις 06:00 και με μια ολιγόλεπτη στάση στην Αρναία, περνώντας από πανέμορφα μέρη, έφτασε, και μαζί του και εμείς, στην Ουρανούπολη στις 9:15΄. Στο ταξίδι μας αυτό θα μας δινόταν για άλλη μια φορά η ευκαιρία να θαυμάσουμε την Αμμουλιανή με τα πανέμορφα και γλαφυρά κολπάκια της και τις χρυσές αμμουδιές της. Στο λεωφορείο ταξίδευαν μαζί μας αρκετά άτομα, τέσσερα όμως απ’ αυτά φαίνονταν ότι πηγαίνουν στο Άγιο Όρος. Ήταν αγόρια στην ηλικία μας, δύο Έλληνες και οι δύο ξένοι, με τους οποίους επρόκειτο να ξανασμίξουμε αργότερα.

Ουρανούπολη - Δάφνη  
Πριν να φύγουμε με το καραβάκι, τον Αϊ Νικόλα, για τη Δάφνη, το λιμάνι του Αγίου Όρους, κάναμε μια βόλτα στην Ουρανούπολη για να αγοράσουμε χάρτη του Όρους, αλλά βρήκαμε τα ειδικά μαγαζιά κλειστά. Στο καραβάκι καθίσαμε μπροστά μπροστά, αφού τακτοποίησαμε τις αποσκευές μας σε ένα ασφαλές μέρος. Σε λίγο πεινάσαμε βλέποντας έναν καλόγερο και δύο αποφοίτους της Αθωνιάδας να τρώνε (ο ένας από τους δύο που στάθηκε στο στομάχι, γιατί μου φαινόταν πολύ υποκριτής) και, αφού έβγαλα το τάπερ με τη σπανακόπιτα, της δώσαμε να καταλάβει.
Εντωμεταξύ ο Αϊ Νικόλας είχε ξεκινήσει και πήγαινε παράλληλα με τις ακτές του Αγίου Όρους δίνοντάς μας την ευκαιρία να θαυμάσουμε συγχρόνως τη φύση, τη θάλασσα και ορισμένα κτίσματα, πολλά από τα οποία ήταν ακατοίκητα. Εντύπωση μας έκανε επίσης τη θεαματική βουτιά ενός γλάρου, που καρφώθηκε κυριολεκτικά στη θάλασσα και βγήκε θριαμβευτής με το ψάρι στο ράμφος.
Σκίζοντας το κύμα και αφού κάναμε μια δύο στάσεις, για να αφήσουμε κάτι ξυλοκόπους και να πάρουμε κάνα δύο άτομα και μοναχούς, φτάσαμε στη Δάφνη, περνώντας μόνο ένα αξιόλογο μοναστήρι, το Ρωσικό.
Δάφνη - Καρυές 
Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ρωτήσω για έναν ενωμοτάρχη, για το φίλο μου το Στέφανο που τον έστειλαν εδώ σαν τιμωρία, έναν άλλο ενωμοτάρχη, όμως δεν τον ήξερε. Από τη Δάφνη αγοράσαμε δύο χάρτες του Αγίου Όρους και, αφού έφθασε το λεωφορείο, ανεβήκαμε και κινήσαμε για τις Καρυές, την πρωτεύουσα. Εκεί κάναμε να φτάσουμε κοντά στα 55΄. Η διαδρομή ήταν μαγευτική. Το λεωφορείο ακολουθούσε αγκομαχώντας ένα φιδωτό δρόμο που όλο και ανέβαινε χωμένος μέσα στο πράσινο. Δίπλα μου κάθισε ένας πολύ γέρος καλόγερος και μου άρχισε την κατήχηση για το παλιό ημερολόγιο και για άλλα θέματα της πίστης και δε με άφησε να χαρώ όπως θα ήθελα το τοπίο. Φτάσαμε στις Καρυές, που είναι ένα μεγάλο συγκρότημα με πολλά κτήρια. Πήγαμε αμέσως στην Αστυνομία να ρωτήσουμε για το Στέφανο. Εκεί συναντήσαμε τους δύο ξένους. Ο αστυνομικός μου είπε πως ήταν διορισμένος στη σκήτη της Αγίας Άννης. Φεύγοντας από την Αστυνομία αγοράσαμε μια ολόφρεσκη φραντζόλα και τσιμπολογώντας τη φτάσαμε στο Πρωτάτο, από το οποίο σε λίγο πήραμε τα διαμονητήριά μας μαζί με τις ταυτότητές μας (τα διαμονητήρια είναι μια ειδική άδεια παραμονής στο Άγιο Όρος. Σαν ημερομηνία έγραφαν 10 Μαρτίου, ενώ είχαμε 23 του ίδιου μήνα, λόγω του ότι ακολουθούν το παλιό ημερολόγιο. Εκεί στο Πρωτάτο συναντήσαμε και πάλι τους δύο ξένους και τους δύο Έλληνες που ήρθαν μαζί μας στο Όρος. Ενώ εμείς πληρώσαμε 100 δραχμές για το διαμονητήριο (φοιτητικό ), οι ξένοι πλήρωσαν 300. Ήταν Αμερικανοί, όπως έμαθα, και θα έμειναν στο Όρος για τέσσερις ημέρες. Αφού πήραμε τα διαμονητήρια, αρχίσαμε να ακολουθούμε το μονοπάτι που θα μας έβγαζε στη Μονή Βατοπεδίου, τον πρώτο μας σταθμό.

Καρυές - Βατοπέδι 
Η διαδρομή ήταν φανταστική. Στα βήματά μας έδινε ρυθμό το κελάηδισμα των κοκκινολαίμηδων και το νερό που κυλούσε από τις πηγές. Το πράσινο κυριαρχούσε και τα είδη φυτών ήταν πολλά. Πολλές φορές το μονοπάτι είχε τόσο πυκνή βλάστηση που λες και τα δέντρα έσκυβαν πάνω μας να μας καλωσορίσουν. Στο δρόμο μας, που άλλοτε ανηφόριζε και άλλοτε κατηφόριζε, συναντήσαμε σκηνές μοναχών και ξυλοκόπους. Μάλιστα, επειδή μπροστά μας πήγαιναν τρία μουλάρια, μας προέτρεψαν να βιαστούμε να τα προλάβουμε και να τους φορτώσουμε τα σαμάρια μας. Εμείς όμως θέλαμε να απολαύσουμε και τη φύση και έτσι ευχαριστώντας τους για τη βοήθεια συνεχίσαμε. Αφού βαδίσαμε για δύο ώρες περίπου φτάσαμε σε ένα σημείο από όπου μπορούσαμε να βλέπουμε και τη Μονή Βατοπεδίου και την κορυφή του Άθω που δέσποζε χιονοσκέπαστη.
Το μοναστήρι ήταν κοντά στη θάλασσα και είναι από τα πιο πλούσια. Οι μοναχοί μένουν στα σπίτια τους, κάτι τεράστια σπίτια σαν παλάτια. Στο μοναστήρι δούλευαν και πολλοί εργάτες. Μπήκαμε στο αρχονταρίκι, αφού περάσαμε τις τυπικές διαδικασίες (χωροφυλακή και τελωνείο) και εκεί συναντήσαμε  ευχάριστους τύπους που ήταν λαϊκοί και κάνανε όλο αστεία μεταξύ τους, μέχρι σόκιν ανέκδοτα έλεγαν, και ο ένας από τους δύο μας κέρασε καφέ. Του άρεζε να κοροϊδεύει τους καλόγερους και δεν έχανε ευκαιρία να το κάνει. Σε λίγο ήρθε ο υπεύθυνος καλόγερος και μας οδήγησε στο δωμάτιό μας, στο νούμερο δέκα, ένα ωραίο δωμάτιο με θέα στη θάλασσα. Μας είπε να είμαστε στην τραπεζαρία γύρω στις εφτά. Κάνοντας μετά μια βόλτα μέσα στο μοναστήρι πήγα στον υπεύθυνο, γιατί μου φάνηκε ότι τον ήξερα από την αποθήκη του κυρίου Αντωνίου, κάτι που επιβεβαιώθηκε. Καθώς βγήκαμε για την παραλία, είδαμε πως είχαν έρθει οι δύο Αμερικανοί. Χρειάστηκε να βοηθήσω το χωροφύλακα με τα αγγλικά μου και, αφού τελείωσαν και οι δικές τους διατυπώσεις, ανέβηκαν μαζί μας στο μοναστήρι. Τους οδηγήσαμε στον αρχοντάρη και μετά στο δωμάτιό τους. Τους εξήγησα πως σε μισή ώρα θα έπρεπε να βρίσκονται στην τραπεζαρία και ότι έως τότε μπορούσαν να κάνουν μια βόλτα μέσα στη Μονή. Συνεννοηθήκαμε να βρεθούμε κάτω και να πάμε μαζί για φαγητό, πράγμα που έγινε. Μάθαμε τα ονόματά τους και αυτοί τα δικά μας (John και Geen) και συμφωνήσαμε να ξεκουραστούμε και να ξεκινήσουμε αύριο γύρω στις δέκα μαζί για τη Μονή Ιβήρων, με ενδιάμεσο σταθμό την Παντοκράτορος και Σταυρονικήτα.
Στην τραπεζαρία μας περίμενε η σπεσιαλιτέ της Ελλάδας, φασολάδα, αλλά και πιλάφι, ελιές, κρασί και κομπόστα. Φάγαμε όλοι με όρεξη έχοντας τώρα έναν πέμπτο, έναν τύπο κουτοπόνηρο. Στην τραπεζαρία με αναγνώρισε και ένας νεαρός καλόγερος, που ήταν τόσο εύθυμος μα τόσο εύθυμος που σήκωνε ακόμη και παρεξήγηση. Κρυφόπινε κρασί, γελούσε πονηρά κι έκανε τέτοιες ενέργειες που δε θα τις έκανε ένας καθωσπρέπει μοναχός. Μας έφερε μάλιστα και ολόφρεσκο ψωμάκι ζυμωμένο από τον ίδιο (μας είχε χτυπήσει στα ρουθούνι η μυρωδιά). Αφού φάγαμε, πήγαμε στα δωμάτιά μας ο καθένας, δίνοντας πρώτα τα στοιχεία μας στον υπεύθυνο. Μας ακολούθησε και ο νεαρός καλόγερος, που έφερε σεντόνια στους ξένους, έπαιξε λίγο με το sleeping bag μας, καληνυχτιστήκαμε και πέσαμε στα κρεβάτια μας, για να γράψουμε τις εντυπώσεις τις ημέρας που πέρασε.
Γύρω στις δέκα και μισή μάς έσβησαν τα φώτα. Πήραμε τους φακούς μας και διαβάσαμε ο ένας στον άλλο ό,τι είχαμε γράψει. Μετά πέσαμε να κοιμηθούμε. Θα ’ταν γύρω στις 22:45΄. Εγώ δεν κοιμήθηκα καλά λόγω του μαξιλαριού. Δεν μπορώ να πω όμως ότι δε χόρτασα και τον ύπνο μου.

Τρίτη 24 Μαρτίου του 1981  
Γύρω στις 05:30΄ ξύπνησα και έμεινα στο κρεβάτι μου περιμένοντας να ξημερώσει. Στις 06:45΄ ξύπνησε και ο Χρύσανθος. Του είπα πως θα πάω στην τουαλέτα και γέλασε που το κρατούσα όλο το βράδυ από το φόβο των καλόγερων. Το πρωινό μας πρόγραμμα περιελάμβανε μια βόλτα στην παραλία και μετά, κατά τις 08:30΄, ξενάγηση στο μοναστήρι και συγκεκριμένα στην Εκκλησία του μοναστηριού, όπου και υπήρχαν οι θησαυροί του. Τα άλλα κτήρια που αποτελούσαν το συγκρότημα του μοναστηριού τα είχαμε επισκεφτεί χτες. Ήταν τα σπίτια των μοναχών (μιας και κάθε μοναχός έμενε μόνος του), δηλαδή ήταν δεν ήταν κοινόβιο. Ο πατέρας Αθηναγόρας άργησε να έρθει κι έτσι αντί για τις 08:30΄ μπήκαμε στην εκκλησία στις 09:05΄. Ένας μοναχός διάβαζε ευχές μέσα, ενώ εμείς μπήκαμε μέσα στο ιερό, όπου ήταν οι θησαυροί. Είδαμε τη ζώνη της Παναγίας, ένα δάχτυλο του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, μια πολύ ωραία εικόνα χρυσοποίκιλτη της Παναγίας, εικόνες του 6ου έως 16ου αιώνα και δύο εικόνες (του Χριστού και της Παναγίας) του 9ου αιώνα, δώρο της Θεοδώρας κατά την περίοδο της εικονομαχίας. Επίσης ένα τμήμα του Τιμίου Σταυρού. Δε μείναμε ευχαριστημένοι, και ειδικά οι δύο Αμερικανοί, γιατί μας έκαναν την ξενάγηση ανόρεχτα και βιαστικά. Βγήκαμε έξω, γεμίσαμε τα παγούρια μας, κόψαμε να κάνα δύο λεμόνια και νεράντζια και κινήσαμε όλοι μαζί για τη Μονή του Παντοκράτορα.

Βατοπέδι - Παντοκράτορος 
Εγώ πήγαινα μπροστά μαζί με τον John τον ψηλό κα πίσω ακολουθούσε ο Χρύσανθος με τον Geen. Για 45' βαδίζαμε σε μονοπάτι που το κάναμε και χθες, καθώς πηγαίναμε στο Βατοπέδι. Μετά πήραμε ένα νέο, πιο στενό από το προηγούμενο αλλά το ίδιο ωραίο, που μας έβγαλε σε μια ώρα και έντεκα λεπτά στην Παντοκράτορος. Στο δρόμο συναντήσαμε μια βρύση με νερό μη πόσιμο όμως. Βρήκαμε και ίχνη ζώων που ίσως να ήταν από αγριογούρουνα. Στην Παντοκράτορος μας υποδέχτηκε ένας γέροντας, μας οδήγησε στο αρχονταρίκι κι εκεί μας περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Συνάντηση με τα δύο παιδιά που ήμασταν μαζί στο καραβάκι. Μας φίλεψαν καφέ και ρακί, το είπαμε με τα παιδιά και ρωτούσαμε ο καθένας τον άλλο, μια και είχαμε κάνει πορείες αντίθετες και θα πηγαίναμε σε μοναστήρι που το είχε ήδη επισκεφτεί η άλλη παρέα. Αφού τα είπαμε, κατεβήκαμε και ρίξαμε μια ματιά στην Εκκλησία γύρω γύρω (δεν μας άνοιξαν να μπούμε μέσα). Ένας μοναχός ήταν εκεί μόλις δύο μήνες και ήταν στην πολιτική του ζωή ναυπηγός με καταγωγή από την Κρήτη. Οι ερωτήσεις μας τον έφεραν σε δύσκολη κάπως θέση. Αποχαιρετιστήκαμε με τα άλλα δύο παιδιά και ξεκινήσαμε για το μοναστήρι του Σταυρονικήτα.

Παντοκράτορος - Σταυρονικήτα 
Έχοντας πάντοτε τη θάλασσα στα αριστερά μας και μια υπέροχη θέα γύρω μας φτάσαμε σε 44΄ στη Μονή Σταυρονικήτα. Χαζέψαμε την κορυφή του Άθω από εδώ, μας τράταραν λουκούμι, μας δείξανε την Εκκλησία με την εικόνα του Αϊ Νικόλα (ψηφιδωτό που το έκλεψαν οι πειρατές και το έριξαν στη θάλασσα απ’ όπου και το έβγαλαν καλόγεροι ψαράδες μετά από 47 χρόνια. Στο μέτωπο του Αγίου είχε κολλήσει να στρείδι και, όταν το έβγαλαν, από το σημείο εκείνο έτρεξε αίμα. Μας είπαν ότι το μοναστήρι είναι κοινόβιο και το μικρότερο του Όρους. Μας έδωσαν ψωμί και ελιές και κινήσαμε για τον επόμενο σταθμό μας, τη Μονή Ιβήρων. Ο John έριξε την ιδέα να φάμε κοντά στη θάλασσα και τη δεχτήκαμε όλοι με ευχαρίστηση. Τεράστια βράχια σαν τραπέζια μας περίμεναν. Βγάλαμε παπούτσια και κάλτσες, βρέξαμε για λίγο τα πόδια μας και μετά…, μετά αλίμονο στο φαγητό μας! Φάγαμε του σκασμού και μετά ξαπλώσαμε για μισή ώρα και στις 15:30΄ ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε.

Σταυρονικήτα - Ιβήρων 
Και πάλι μπροστά εγώ και ο John και πίσω οι άλλοι δύο. Τώρα το μονοπάτι γίνεται από υποφερτό μέχρι πολύ επικίνδυνο, ίσα ίσα είκοσι πόντοι και μετά το απόλυτο βάθος. Βαδίζαμε γρήγορα και προσεχτικά. Η θέα ήταν και πάλι κάτι το απερίγραπτο και το πολύ ωραίο, ενώ το μονοπάτι πολλές φορές είχε μια κάποια άγρια ομορφιά, ένα κάτι τι που το έκανε να ξεχωρίζει από τα άλλα. Ενώ δηλαδή τα άλλα ήταν στο βουνό και ήταν κατακόρυφα, αυτό το οποίο ακολουθούσαμε τώρα ήταν σκαλισμένο, σαν καρφωμένο, στις απότομες πλαγιές ενός κατάξερου βουνού. Πολλές φορές κατεβαίναμε κάτω στην παραλία και μας δημιουργούσε κι άλλο πρόβλημα, καθώς βαδίζαμε πάνω στις πέτρες. Περάσαμε μια σκήτη, χάσαμε το δρόμο μας κι εγώ και ο Τζον πήγαμε από την παραλία, ενώ ο Χρύσανθος και ο Τζον σκαρφάλωσαν και ακολούθησαν το μονοπάτι που έπρεπε. Εμείς, αφού κινδυνέψαμε να βρέξουμε τα πόδια μας, τελικά φτάσαμε μαζί με τους άλλους δύο στις 16:25΄. Ανηφορίσαμε και μπήκαμε στο μοναστήρι των Ιβήρων. Ο Χρύσανθος μας είπε πως στο μοναστήρι αυτό εορτάζουν της Παναγίας και πως μοναχοί ψαράδες κατόπιν υπόδειξης του Θεού βρήκαν την εικόνα της και πράγματι, μόλις μπήκαμε στο μοναστήρι, είδα ζωγραφιές που μαρτυρούσαν την αλήθεια των λεγομένων του. Ένας μοναχός ζήτησε να δει τα διαμονητήριά μας και μετά μας οδήγησε στην εκκλησία. Μείναμε για λίγο στο νάρθηκα και μετά, αφού ξεκουραστήκαμε, μπήκαμε στον κυρίως ναό, για να παρακολουθήσουμε τη λειτουργία. Πριν από εμάς είχε μείνει εδώ  ένα άλλο γκρουπ τουριστών, πέντε Έλληνες και οι δύο Γερμανοί. Οι Έλληνες ενδιαφέρονταν να μάθουν για την αγία του χωριού τους, την Αγία Μαρίνα, και ήθελα να ερευνήσουν τη βιβλιοθήκη. Οι Γερμανοί είχαν έρθει και αυτοί σήμερα και θα επισκέπτονταν, όπως μας είπαν, τη Μονή Μεγίστης Λαύρας, τη Σιμωνόπετρας και ένα άλλο μοναστήρι που δε συγκράτησα. Ίσως να τους είχαμε παρέα αύριο.
Αφού τελείωσε η λειτουργία, οδηγηθήκαμε στη βιβλιοθήκη της Μονής , που, όπως μας είπε ο αρμόδιος μοναχός, είναι από τις σπουδαιότερες και μεγαλύτερες των Βαλκανίων σε ποιότητα και σε ποσότητα - έχει 25.000 τόμους. Το μοναστήρι αυτό το ίδρυσαν Ρώσοι από τον Καύκασο, γι’ αυτό και λέγεται Ιβήρων. Εδώ είχε διατελέσει μοναχός και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως  Γρηγόριος ο Ε΄ και εδώ υπάρχουν τα άμφιά του, η βακτήρια του και η χειρόγραφη διαθήκη του που με αυτήν αφήνει ορισμένα πράγματά του στο μοναστήρι. Υπάρχουν επίσης πολλά χειρόγραφα Ευαγγέλια, ακόμη και σε πάπυρο. Ένα Ευαγγέλιο στη γεωργιανή γλώσσα και ένα με χρυσοποίκιλτα εξώφυλλα, προσφορά του μεγάλου Πέτρου της Ρωσίας. Το αρχαιότερο βιβλίο είναι του 8ου αιώνα. Υπάρχει επίσης ένας σάκος, είδος φορεσιάς ιερωμένων, του Ιωάννη Τσιμισκή που χρονολογείται από το 969-976 μ.Χ. Επίσης ένα έγγραφο με χρυσή βούλα αυτοκράτορα. Γενικά η βιβλιοθήκη έχει να προσφέρει πολλά σε έναν που έχει καιρό να μείνει για να ψάξει να βρει τα βιβλία που τον ενδιαφέρουν και να τα μελετήσει. Αφού ξεναγηθήκαμε στη βιβλιοθήκη, οδηγηθήκαμε στον ξενώνα, γράψαμε τα στοιχεία μας στο βιβλίο επισκεπτών, φάγανε (λέω φάγανε, γιατί εγώ δεν είχα όρεξη και έφαγα μόνο ένα δύο ελιές) και μετά οδηγηθήκαμε στο δωμάτιό μας. Θα μέναμε μαζί με τους δύο Αμερικανούς. Εδώ στην Ιβήρων δεν υπάρχει ηλεκτρικό και μας έδωσαν μια λάμπα πετρελαίου. Επίσης χαρακτηριστικό είναι το κρύο. Μαζευτήκαμε νωρίς μέσα και στραφήκαμε στο γράψιμο. Αύριο το πρωί θα αποχαιρετούσαμε τους δυο Αμερικανούς. Μας περιμένει μια δύσκολη μέρα, μιας και θα κάνουμε πορεία 6-7 ωρών έως τη Μεγίστης Λαύρας με ενδιάμεσο σταθμό τη μονή Φιλοθέου. Για τώρα, δηλαδή για το βράδυ της Τρίτης 24 Μαρτίου 1981, μας περιμένει ξεκούραση και ύπνος.

Τετάρτη 25 Μαρτίου του 1981 
Τετάρτη 25 Μαρτίου, ημέρα με ιδιαίτερη σημασία για μας τους Έλληνες, μια διπλή γιορτή μιας και γιορτάζει και η εκκλησία τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και το ελληνικό έθνος την κήρυξη της επανάστασης του ’21 ενάντια στους Τούρκους. Μια τέτοια ημέρα μας έμελλε να τραβήξουμε πολλά. Το πρωί περίπου έξι η ώρα ξύπνησαν οι ξένοι και μαζί τους κι εγώ και σε λίγο και ο Χρύσανθος, αφού είχαμε κάνει έναν ωραίο ύπνο. Εγώ μόνο υπέφερα λίγο, γιατί το κρεβάτι μου έτριζε (σε μένα τυχαίνουν όλα;). Έμαθα από το John ότι θα γύριζαν στις Καρυές, γιατί η άδεια παραμονής τους τελείωσε και πως θα πήγαιναν ίσως και στο ρωσικό μοναστήρι. Ανταλλάξαμε διευθύνσεις για να στείλουμε τις φωτογραφίες που είχαμε βγει μαζί, δώσαμε τα χέρια ευχόμενοι ο ένας στον άλλον καλή τύχη και έφυγαν παρέα με τους δύο Γερμανούς, ενώ εμείς ετοιμαστήκαμε και γύρω στις εφτά η ώρα ξεκινήσαμε.

Ιβήρων - Φιλοθέου 
Πριν να κινήσουμε για τον πρώτο μας σταθμού, τη μονή Φιλοθέου, περάσαμε από το αγίασμα της Μονής Ιβήρων. Πήραμε κατόπιν το δρόμο τον αμαξιτό και έχοντας πάντοτε τη θάλασσα στα αριστερά μας ανηφορίσαμε για τη σημερινή μας περιήγηση. Σήμερα είχαμε προγραμματίσει να φτάσουμε μέχρι τη μόνη της Μεγίστης Λαύρας. Θα ήταν ένα κοπιαστικό ταξίδι, μιας και θα βαδίζαμε για 7 με 8 ώρες περίπου. Θέλαμε να δοκιμάσουμε τους εαυτούς μας. Πρώτος μας σταθμός η Φιλοθέου, όπου φθάσαμε αφού στρίψαμε δεξιά από τον αμαξιτό, ο οποίος όμως μας είχε επιφυλάξει μια έκπληξη. Ενώ βαδίζαμε ωραία και καλά σε ένα φαρδύ δρόμο, ξαφνικά βρεθήκαμε σε αδιέξοδο. Ο δρόμος σταματούσε και, ενώ παρεμβάλλονταν ένα ρέμα, συνέχιζε κανονικά. Το να περάσουμε όμως απέναντι ήταν αρκετά δύσκολο για μας, και γιατί ήμασταν φορτωμένοι και γιατί έπρεπε να κατεβούμε περίπου 15 μέτρα χαμηλότερα από κει που τελειώνει ο δρόμος και μετά να ανέβουμε άλλα 10 περίπου, ώσπου να συναντήσουμε τη συνέχειά του. Εκτός αυτού όμως δεν είχε και στέρεο έδαφος να το εμπιστευθείς. Κατέβηκα πρώτος εγώ, και ,αφού έβρεξα τα πόδια μου και κατόπιν διαπίστωσα ότι αυτός ο δρόμος οδηγεί κάπου, φώναξα το Χρύσανθο να περάσει. Με τη σειρά του κι αυτός βράχηκε. Όλη αυτή η ιστορία μας καθυστέρησε περίπου 30΄ και εκτός αυτού ταλαιπωρηθήκαμε.
Η καλή μέρα, όπως λένε, από το πρωί φαίνεται. Σε λίγο βρήκαμε ένα μονοπάτι πέτρινο, το ακολουθήσαμε και σε 1 ώρα περίπου φτάσαμε στη Φιλοθέου. Συνολικά από την Ιβήρων κάναμε 2 ώρες και 6΄. Η μόνη Φιλοθέου είναι κτισμένη αρκετά ψηλά και έχει πανοραμική θέα. Μπήκαμε μέσα και μας οδήγησαν στο αρχονταρίκι. Μας κέρασαν ένα ποτό με γαρύφαλλο και ένα λουκούμι, μας έβαλαν να ξαπλώσουμε για 20΄ και, πριν φύγουμε, μας έδωσαν για το δρόμο ψωμί κι ελιές. Το ψωμί τους ήταν θαύμα και οι ελιές νοστιμότατες. Γενικά το μοναστήρι χωρίς να επισκεφτούμε πολλά μέρη του, μιας και ήμασταν βιαστικοί και οι πατέρες ήταν στην Εκκλησία, μας φάνηκε πολύ περιποιημένο. Στο μοναστήρι αυτό άκουσα για πρώτη φορά στο Άγιο όρος να χτυπάνε το ξύλινο σήμαντρο ή τάλαντο.

Φιλοθέου - Καρακάλου 
Από τη μονή Φιλοθέου σε 37΄ φτάσαμε στη Μονή Καρακάλου, που τη βρήκαμε κλειστή. Όπως είχα διαβάσει στις εφημερίδες πριν από αρκετό καιρό, ένας έκπτωτος ηγούμενος από μοναστήρι εκτός  του Αγίου όρους πήγε και εγκαταστάθηκε εκεί και όσοι καλόγεροι δεν τον ήθελαν έφυγαν και έμειναν μαζί του περίπου επτά, και επειδή έχουν προστριβές με το Πατριαρχείο, δεν ανοίγουν σε κανένα. Ένας άνθρωπος  που εργάζονταν έξω από την κεντρική πόρτα τους ειδοποίησε ότι ήρθαν δύο προσκυνητές, δηλαδή εμείς, και πως θέλουν να προσκυνήσουν. Εμφανίστηκε από κάπου ψηλά ένας καλόγερος, μας ζήτησε συγγνώμη που δεν μας άνοιξαν και μας έδωσε από ένα λουκούμι. Αφού το φάγαμε κάτω από ένα κιόσκι με βρύση και ήπιαμε δροσερό νερό, ξεκινήσαμε για τη Μεγίστη Λαύρα.

Καρακάλου - Μεγίστης Λαύρας 
Μας είχαν πει να ακολουθήσουμε τον αμαξιτό δρόμο που πήγαινε πάντα παράλληλα με τη θάλασσα. Μια φορά βρεθήκαμε σε δίλημμα, μιας και συναντήσαμε δύο δρόμους. Τελικά διαλέξαμε το σωστό, συναντήσαμε ένα μελισσοκόμο με δύο σκυλιά, μας επιβεβαίωσε ότι πηγαίναμε σωστά και συνεχίσαμε να προχωράμε. Στο δρόμο συναντήσαμε ένα τζιπ με καλόγερους που πηγαίνανε στη Μέγιστης Λαύρας, αλλά δεν είχαν χώρο να μας πάρουν μαζί τους. Τότε θυμήθηκα αυτό που είχα πει στο Χρύσανθο, ότι θα συναντήσουμε ένα αμάξι, το μοναδικό στο Άγιο Όρος, και αυτό δε θα μας πάρει. Ο οδηγός του τζιπ μας μίλησε για ένα μονοπάτι πιο σύντομο. Από λάθος υπολογισμούς εμείς πήραμε ένα άλλο αρκετά δύσκολο που τελικά δε μας έβγαλε πουθενά και μας κούρασε αφάνταστα. Αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε πίσω βαδίζοντας έτσι άσκοπα για 1 ώρα και 30΄ περίπου. Μόλις βγήκαμε στον αμαξιτό, καθίσαμε στην πρώτη σκιά που βρήκαμε και φάγαμε με βουλιμία. Ξαπλώσαμε πάνω στις πέτρες που από την κούραση μας φάνηκαν σαν πουπουλένια στρώματα. Μετά από λίγο ξεκινήσαμε, γιατί δεν ξέραμε πόσο μακριά ήταν το μοναστήρι. Λίγη ώρα αργότερα συναντήσαμε πάλι ένα σημείο στο οποίο χωρίζονταν στα δύο ο δρόμος. Εμείς ακολουθήσαμε το αριστερό μονοπάτι, αλλά μας περίμενε και πάλι μεγάλη δυσκολία. Πολύ στενό μονοπάτι που σε πολλά σημεία δε φαινόταν καν. Βαδίζαμε έτσι για 1 ώρα περίπου έχοντας ως μόνη παρηγορά τους στύλους των καλωδίων του ΟΤΕ. Για το μονοπάτι αυτό μας είπε αργότερα ένας καλόγερος ότι το έχουν ατελειοποίητο και πως από εκεί και φίδι ακόμη δυσκολεύεται να συρθεί. Με συντροφιά τη μουσική από το ραδιοφωνάκι του Χρύσανθου φτάσαμε σε μια στροφή, από όπου μπορέσαμε να δούμε το μοναστήρι. Αμέσως νοιώσαμε μια ανακούφιση και η κούραση και η ταλαιπωρία όλης της ημέρας μεμιάς εξαφανίστηκε. Βαδίζαμε για 6 ώρες και 47΄.
Μπήκαμε στη μονή περνώντας από τρεις τεράστιες πόρτες. Αμέσως μας οδήγησαν στο αρχονταρίκι και μας κέρασαν ρακί και λουκούμι. Μετά πήγαμε στην εκκλησία να προσκυνήσουμε. Τελείωσε γρήγορα η λειτουργία και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι του ηγουμένου. Κατόπιν οδηγηθήκαμε στη βιβλιοθήκη, όπου μας ενημέρωσαν ότι ήταν η τρίτη σε σπουδαιότητα στον κόσμο βιβλιοθήκη χειρογράφων. Υπήρχε μια 8σέλιδη επιστολή του Αγίου Παύλου προς τους Γαλάτες του 4ου αιώνα, ευαγγέλια του 6ου αιώνα και του 10ου επίσης. Είδαμε κοντάκια σε περγαμηνές και ένα ειδικά είχε μήκος 6,5 μέτρα, τους Παράλληλους βίους του Πλουτάρχου κ.ά. Γενικά υπάρχουν βιβλία θρησκευτικού, φιλοσοφικού, φιλολογικού και ιατρικού περιεχομένου. Εκεί είδαμε και τη Βοτανική του Διοσκουρίδη, με τις συμβουλές της οποίας ο Άγιος Αθανάσιος, ο ιδρυτής της μονής, γιάτρευε αρρώστους. Ακολούθως μας οδήγησαν στην εκκλησία και μας έδειξαν 2 εικόνες του Χριστού και της Παναγίας διακοσμημένες με πολύτιμους λίθους και έναν από τους τρεις σταυρούς που ύψωσε ο Ιουστινιανός, όταν είδε το όραμα του ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ. Επίσης είδαμε την εικόνα του καλύτερου ψάλτη της ορθοδοξίας, του Κουκουζέλη, ο οποίος παρουσιάστηκε εδώ ερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη σαν βοσκός, αλλά τελικά αποκαλύφθηκε η ιδιότητά του, τον τάφο του Αγίου Αθανασίου με το λείψανό του και ένα από τα μπαστούνια του. Για το μοναστήρι μας είπαν ότι ήταν το αρχαιότερο του Όρους και ότι κτίστηκε το 961-963. Είναι το μόνο που δεν κάηκε ποτέ. Παλιά γιόρταζε τον ευαγγελισμό της Θεοτόκου αλλά μετά το θάνατο του Αγίου Αθανασίου παρουσιάστηκε η Παναγία και πρόσταξε να γιορτάζεται η μνήμη του. Στην εκκλησία υπάρχουν ακόμη πολλές προσφορές του Νικηφόρου Φωκά, όπως δύο πόρτες από την Κρήτη που τις έφερε από το νησί όταν το είχε απελευθερώσει από τους Σαρακηνούς. Οι πόρτες είναι ξύλινες και εξωτερικά μπρούτζινες. Εντωμεταξύ είχε έρθει και μια παρέα με αυτοκίνητο, μάλλον αστυνομικοί, που έγιναν η αιτία να δούμε και το θησαυροφυλάκιο του μοναστηριού. Μέσα υπήρχαν άφθονοι θησαυροί σχεδόν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμοι λίθοι, ο σάκκος και η μίτρα του Νικηφόρου Φωκά και ένα «εργαλείο» που είχε γλώσσα αληθινού φιδιού και άμα το βουτούσε κανείς μέσα σε νερό για 15΄, γιάτρευε το δάγκωμα φιδιού (ασπιδόνερο). Στο αρχονταρίκι μας περίμενε το τραπέζι στρωμένο. Απολαύσαμε το φαγητό, είπαμε αστεία και γελάσαμε και μετά γραμμή για το δωμάτιό μας. Από την κούραση που είχα δεν μπόρεσα να αποτελειώσω τις εντυπώσεις της ημέρας. Έπεσα να κοιμηθώ και ξύπνησα την άλλη ημέρα στις 8 το πρωί την ίδια στιγμή με το Χρύσανθο. Η κούραση μας είχε καταβάλει.

Πέμπτη 26 Μαρτίου του 1981
Μεγίστης Λαύρας - Σκήτη Αγίας Άννας  
Γεμίσαμε τα παγούρια μας με νερό και στις 9 ξεκινήσαμε για τη σκήτη της Αγίας Άννης. Σήμερα μας περίμενε αρκετός δρόμος και πάλι, γύρω στις 5 ώρες, όπως είχαμε προγραμματίσει. Θα φτάναμε και θα διανυκτερεύαμε στην ιερά μονή του Αγίου Παύλου. Το μονοπάτι που θα ακολουθούσαμε ήταν αρκετά καλό και στρωμένο με πέτρες, ενώ σε πολλά σημεία πατούσαμε σε σκέτο χώμα. Περνούσε μέσα από πυκνό δάσος με διαφόρων ειδών δέντρα και δεν είχαμε πρόβλημα από τον ήλιο. Είχαμε στα δεξιά μας τον Άθω και βαδίζαμε κάτω από τη σκιά του. Δύο ώρες περίπου περπατούσαμε γρήγορα έχοντας για παρέα τα πουλιά με τα κελαηδίσματά τους και κυρίως μαύρα κοτσύφια που τις πιο πολλές φορές ήταν αθέατα και μας τρόμαζαν με τα ξαφνικά ξεπετάγματά τους. Συναντήσαμε πολλές πηγές μαζί σε ένα σημείο και, μια και είχαμε τόσο ανάγκη από φαγητό, καθίσαμε να γευματίσουμε, αφού πρώτα πλυθήκαμε με το κρυστάλλινο νερό και δροσιστήκαμε πίνοντας λαίμαργα. Το γεύμα μας ήταν ψωμί με 2 ειδών ελιές παρακαλώ! Σε μισή ώρα ήμασταν και πάλι στο πόδι. Περάσαμε από σταυροδρόμια που οδηγούσαν στα Καυσοκαλύβια, όπου υπήρχαν οι περίφημοι αγιογράφοι Δανιηλαίοι, και στην Κερασιά και τα Κατούνια. Το μονοπάτι ευτυχώς ήταν καλό και μας καθοδηγούσαν πάρα πολλές πινακίδες. Έτσι σε 1 ώρα περίπου φτάσαμε σε ένα σημείο πανοραμικό, από όπου μπορούσαμε να δούμε τη σκήτη της Αγίας Άννης. Ακολούθησε μια πολύ δύσκολη κατάβαση, η πιο δύσκολη που είχαμε να αντιμετωπίσουμε ως τώρα, γιατί το μονοπάτι ήταν πολύ απότομο κι οι πέτρες γλιστρούσαν, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε κάθε στιγμή να βρεθούμε τα ανάσκελα. Τελικά η κατάβαση κράτησε 1 ώρα και μετά από ένα μπέρδεμα που είχαμε φτάσαμε στη σκήτη σε 4΄ ώρες και 19΄. Καθίσαμε να ξεκουραστούμε κι εγώ πήγα να βρω το φίλο μου το Στέφανο τον ενωμοτάρχη που τον είχαν «ρίξει» λόγω «αμαρτιών» εδώ. Βρήκα ένα χωροφύλακα και με ενημέρωσε πως ο Στέφανος είχε βγει από το Άγιο Όρος την Κυριακή και πως θα τον βρίσκαμε στην Ουρανούπολη. Το προαίσθημα που είχα βγήκε αληθινό. Απογοητεύθηκα, γιατί δεν είναι λίγο πράγμα να βαδίζεις τέσσερις ώρες και να μη βρίσκεις το πρόσωπο που περίμενες πως θα βρεις. Τέλος πάντων, ας ελπίσουμε πως θα τον δούμε στην Ουρανούπολη. Όταν γύρισα να συναντήσω το Χρύσανθο, τον βρήκα να συζητά με έναν πολύ ηλικιωμένο καλόγερο που ήταν και οπαδός της ΑΕΚ. Ο καλόγερος αυτός είχε πολύ πλάκα σαν κορόιδευε τον παχουλό χωροφύλακα και του έλεγε πως δεν έβλεπε την ώρα πότε θα φύγει. Σε λίγο μας φώναξε ο αρχοντάρης να γευματίσουμε προσφέρνοντάς μας φασολάδα, ελιές και μήλα. Φάγαμε γρήγορα, ζαλωθήκαμε τα σαμάρια μας, γεμίσαμε τα παγούρια μας και ξεκινήσαμε για τη Μονή του Αγίου Παύλου.

Σκήτη Αγίας Άννας - Αγίου Παύλου
Προσπεράσαμε τη νέα σκήτη της Αγίας Άννης και, αφού ανηφορίσαμε λίγο, φτάσαμε σε μια στροφή, από όπου είδαμε τη μονή. Κατηφορίσαμε για λίγο, ανηφορίσαμε και φτάσαμε. Είχαν επισκευές. Ανεβήκαμε και πήγαμε απευθείας στο αρχονταρίκι. Δε βρήκαμε ούτε τον αρχοντάρη. Είδαμε ένα δύο μοναχούς να πηγαινοέρχονται βιαστικά και να μη μας δίνουν σημασία. Νευριασμένοι εμείς από την αδιαφορία  και την έλλειψη πνεύματος φιλοξενίας γράψαμε τα ονόματά μας στο βιβλίο επισκεπτών και φύγαμε. Κάναμε 1 ώρα και 7΄ δρόμο για να μη μας πουν ούτε ένα ορίστε! Δε σας κρύβω ότι το γεγονός αυτό μας πείραξε... Και να σκεφτεί κανείς ότι αρχικά σκοπεύαμε να διανυκτερεύσουμε στο μοναστήρι αυτό. Τα σχέδιά μας όμως άλλαξαν, μιας και αποφασίσαμε να μείνουμε και μια μέρα στην Αμμουλιανή κι έτσι έπρεπε να συνεχίσουμε και να μείνουμε στο επόμενο μοναστήρι, τη Μονή Διονυσίου, για να μπορέσουμε να φτάσουμε αύριο στη Δάφνη, αφού περάσουμε από Γρηγορίου και Σιμωνόπετρας, ώστε να προλάβουμε το καραβάκι.

Αγίου Παύλου - Διονυσίου 
Κατεβήκαμε κάτω στην ακρογιαλιά όπου ήταν και το μονοπάτι, για το οποίο με είχε προειδοποιήσει ο Χρύσανθος πως θα ήταν το πιο ανηφορικό από όσο είχαμε περάσει μέχρι σήμερα, και δεν έχει καθόλου άδικο. Το μονοπάτι ανέβαινε πολύ απότομο κι ήταν πολύ κουραστικό. Ο ιδρώτας έσταζε από τα μέτωπά μας και σαν η μόνη παρέα είχαμε ένα είδος μέλισσας που στριφογύριζε γύρω μας και φυσικά μια υπέροχη θέα προς τη θάλασσα. Σε λίγο, μετά από μια ακόμη στροφή, φάνηκε η Μονή Διονυσίου  και, αφού κατηφορίσαμε λίγο, φτάσαμε. Η διαδρομή Αγίου Παύλου-Μονή Διονυσίου κράτησε 55΄. Οδηγηθήκαμε στο αρχονταρίκι και μας κέρασαν καφέ, ρακί και λουκούμι (μας κέρασαν και για τη μονή Αγίου Παύλου, είπα στο Χρύσανθο, και γελάσαμε). Εκεί βρήκαμε και έναν ηλικιωμένο από τη Λαμία (δε μας φάνηκε και καλός άνθρωπος). Μετά το κέρασμα μάς έβαλαν και φαγητό, κριθαράκι με ζωμό από ταχίνι και ελιές. Ο αρχοντάρης είχε έρθει να ψωνίσει από του κ. Αντωνίου, αλλά δεν ήξερε το όνομά του, γιατί τον έφερε ο κύριος Μολυβδάς. Φαινόταν πολύ καλός άνθρωπος. Αφού φάγαμε, πήγαμε να παρακολουθούσαμε λίγο τη λειτουργία και μετά ανεβήκαμε στο δωμάτιό μας (θα μέναμε με τον ηλικιωμένο) και βγήκαμε στο μπαλκόνι που είχε καταπληκτική θέα. Την ώρα εκείνη ο ήλιος έδυε και ο Χρύσανθος τράβηξε αρκετές φωτογραφίες. Το θέαμα ήταν καταπληκτικό. Το φως του ήλιου έπαιρνε διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου, από το χρώμα της φωτιάς μέχρι ρουμπινί. Το ηλιοβασίλεμα αυτό θα το θυμάμαι για πολύ καιρό. Μια και δεν είχαμε τι άλλο να κάνουμε και η μονή δεν είχε ηλεκτρικό, πήραμε τα τετράδιά μας, για να γράψουμε τις εντυπώσεις μας. Καθόμασταν στο μπαλκόνι και γράφαμε τρώγοντας συγχρόνως και σταφίδες (ο οργανισμός μας γύρευε κάτι γλυκό). Όταν ήρθε ο Λαμιώτης και άρχισε να μας μιλάει, εμείς δε δείξαμε ενδιαφέρον να μάθουμε για τη ζωή του. Όταν κατάλαβε πως δεν τον προσέχαμε, έφυγε και πήγε να κοιμηθεί. Εντωμεταξύ ο ήλιος είχε πέσει και δεν βλέπαμε να γράψουμε. Ο Χρύσανθος είχε ανάψει το φανάρι του (μια λάμπα πετρελαίου που μας είχαν δώσει δεν είχε πετρέλαιο) κι εγώ πήγα να συνεχίσω το γράψιμο μέσα στο δωμάτιο, ενώ αυτός θα συνέχιζε στο διάδρομο δίπλα στο αρχονταρίκι. Σε λίγο θα πέφταμε για ύπνο, γιατί αύριο σκοπεύαμε να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς, ώστε να είμαστε στην ώρα μας στη Δάφνη.

Παρασκευή 27 Μαρτίου του 1981
Διονυσίου - Γρηγορίου  
Παρασκευή 27 Μαρτίου. Η τελευταία μας ημέρα στο Όρος. Το βράδυ κοιμηθήκαμε νωρίς κι εγώ πήρα το ρολόι-ξυπνητήρι από το Χρύσανθο για περισσότερη σιγουριά. Αλλά, ενώ έως και τις 4 τα ξημερώματα ξυπνούσα συχνά, από κει και πέρα βυθίστηκα στον ύπνο και καλά να είναι ο ηλικιωμένος από τη Λαμία που μας ξύπνησε. Το ξυπνητήρι δεν το άκουσα ούτε εγώ ούτε ο Χρύσανθος. Σηκωθήκαμε στις 5:50΄ και στις 6:20΄ περίπου ξεκινήσαμε για Γρηγορίου. Σήμερα είχαμε μια αλλαγή στα σακίδια, εγώ δηλαδή πήρα του Χρύσανθου και αυτός το δικό μου. Κατηφορίσαμε για λίγο από το μοναστήρι, ώστε να βγούμε στην παραλία και μετά, αφού βρήκαμε το μονοπάτι, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε μια από τις δυσκολότερες πλαγιές. Ανεβαίναμε και, αν και ήταν πολύ πρωί, μόλις 7 η ώρα, ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό μας. Τα πόδια μας άρχισαν να πονάνε και ειδικά οι γάμπες. Η θέα ήταν για άλλη μια φορά πολύ ωραία. Όταν τελείωσε η ανάβαση, φάνηκε από ψηλά το μοναστήρι της Γρηγορίου. Μας περίμενε μια εξίσου δύσκολη κατάβαση. Τελικά σε 1:04΄ φτάσαμε στη Γρηγορίου. Πήγαμε στο αρχονταρίκι, μας κέρασαν ρακί και λουκούμι και αμέσως κινήσαμε για τη Σιμωνόπετρα.

Γρηγορίου - Σιμωνόπετρας 
Το μονοπάτι σιγά σιγά κατέβαινε, αλλά σε λίγο μας περίμενε και πάλι μια πολύ δύσκολη ανάβαση, γιατί και το μοναστήρι ήταν χτισμένο ψηλά πάνω σε τεράστιους βράχους-πέτρες. Μας περίμενε και μια έκπληξη στο δρόμο. Συναντήσαμε τον Geen και τον έναν από τους Γερμανούς. Δώσαμε τα χέρια και στο πρόσωπό μας ήταν φανερή η χαρά που συναντηθήκαμε μετά από δύο ημέρες. Οι δρόμοι μας είχαν χωρίσει από την Ιβήρων την Τετάρτη το πρωί. Μου είπε πως κατέβαιναν για να πάρουν το καραβάκι για Δάφνη και πως ο John είναι στο μοναστήρι με τον άλλο Γερμανό και πως σε λίγο θα φύγουν κι αυτοί, αλλά θα πάνε με τα πόδια έως τη Δάφνη.
Επιταχύναμε το βήμα μας και φτάσαμε σε λίγο στο αρχονταρίκι, μέσα στο οποίο ήταν ο John και ο Hubert. Και οι δύο ξαφνιαστήκαν που μας είδαν. Δώσαμε τα χέρια και τους είπαμε να περιμένουν να φύγουμε μαζί. Δέχτηκαν με ευχαρίστηση και αφού μας κέρασε ο αρχοντάρης του μοναστηριού λουκούμι (πολύ μεγάλο) και ρακί και πήραμε και λίγο ψωμί για το δρόμο, φύγαμε όλοι μαζί. Ο μοναχός που μας κέρασε μου είπε πως στο μοναστήρι ήταν σαν ο δόκιμος μοναχός ο Θωμάς ο Μπατσαράς, ένας Βεροιώτης συμφοιτητής μου. Μου φάνηκε σαν ψέμα. Ζήτησα να τον δω, αλλά μου είπε πως θα μπορούσα σε 15΄. Δεν είχαμε καιρό και φύγαμε. Είχαμε πολύ δρόμο μέχρι τη Δάφνη.

Σιμωνόπετρας - Δάφνη  
Η τελευταία απόσταση που θα διανύαμε στο Όρος. Η διαδρομή δεν έχει τίποτε το ενδιαφέρον και την κάναμε στην αρχή συζητώντας με τον John και τον Hubert για το πώς πέρασαν και πού πήγαν, ενώ μετά βαδίζαμε αμίλητοι. Εμείς σαν πιο κουρασμένοι πηγαίναμε πίσω από τους ξένους. Σε 1:26΄ φτάσαμε στη Δάφνη. Αφήσαμε τα σαμάρια μας και ψωνίσαμε διάφορα αναμνηστικά και λουκούμια, που τόσες μέρες τα συνηθίσαμε να μας έγιναν απαραίτητα. Μετά καθίσαμε να γράψουμε τις τελευταίες εντυπώσεις και εμπειρίες μας από το Άγιο Όρος περιμένοντας να έρθει το καραβάκι, για να επιστρέψουμε στην Ουρανούπολη. Ένας χαζός τύπος μας πλησίασε και μας έκαναν το ζόρικο που ακούγαμε ραδιοφωνάκι, αλλά εμείς αυτά δεν τα «τρώμε», εμείς την ώρα εκείνη τρώγαμε μόνο λουκούμια!

Δάφνη - Ουρανούπολη - Τρυπητή 
Το καραβάκι έφτασε γύρω στις 12. Ήταν το Παρασκευάς, πολύ μεγαλύτερο από τον Αϊ Νικόλα, αν και, όπως αποδείχτηκε αργότερα, πολύ πιο αργό. Αφού περάσαμε το σχετικό τελωνειακό έλεγχο, πήγαμε και καθίσαμε στο εμπρός μέρος του καραβιού. Γύρω στις 12:20΄ το καραβάκι ξεκίνησε. Τώρα πια δε βλέπαμε την ώρα να φτάσουμε στην Ουρανούπολη, από τη μια για να ψάξουμε και να βρούμε το Στεφάνο και από την άλλη για να περάσουμε απέναντι στην Αμμουλιανή. Την αγωνία μας αυτή τη συμμερίζονταν και οι δύο φίλοι από Φλώρινα και Κέρκυρα, ο Σωτήρης  και ο Περικλής, αυτοί βέβαια για τους δικούς τους λόγους, επειδή ήθελαν να φτάσουν στην Ουρανούπολη για να προλάβουν το λεωφορείο για Θεσσαλονίκη. Αυτούς τους πήραμε από το ρωσικό μοναστήρι. Δεν περιμέναμε να τους συναντήσουμε, γιατί μας είχαν πει ότι θα έμεναν μάλλον μια βδομάδα. Αμέσως μόλις ανέβηκαν στο καραβάκι ήρθαν κοντά μας και τα είπαμε για το πώς πέρασε η κάθε παρέα και ποιες οι εντυπώσεις της. Το καραβάκι πήγαινα απελπιστικά αργά, τόσο αργά που έφτασε στο σημείο να μας κάνει να δυσανασχετήσουμε. Ευτυχώς στη διάρκεια της διαδρομής ένα δελφίνι μας έσωσε από την ανία, αλλά και αυτό κράτησε πολύ λίγο, γιατί μετά από μια δύο βουτιές χάθηκε. Τελικά σε 2:02΄ φτάσαμε στην Ουρανούπολη. Αποχαιρετήσαμε τους δύο ξένους και τους δύο Έλληνες και πήγαμε να βρούμε το φίλο μου το Στέφανο. Αφού πήγαμε στο σπίτι που είχε νοικιάσει αρχικά, τελικά τον βρήκαμε στο δεύτερο. Ήταν όπως τον θυμόμουν. Είχα να τον δω δύο χρόνια περίπου. Η χαρά της συνάντησής μας ήταν αμοιβαία. Καθίσαμε και η αρραβωνιαστικιά του μας κεράσει καφέ, τα είπαμε ένα χεράκι και μετά από λίγο, μιας και πρέπει να είμαστε στις τέσσερις στην Τρυπητή για να περάσουμε στην Αμμουλιανή, φύγαμε αφού μας πήγε να δούμε το θηλυκό λυκόσκυλου που είχε. Μου χάρισε και ένα δόντι αγριογούρουνου, το οποίο, όπως λένε, φέρνει γούρι σε αυτόν που το έχει. Προκαταλήψεις.
Πήραμε το μοναδικό ταξί και φτάσαμε στην Τρυπητή σε λίγα λεπτά πληρώνοντας 250 δρχ. Περιμέναμε το βαποράκι τρώγοντας ψωμί και ελιές.

Τρυπητή - Αμμουλιανή
Το βαποράκι έφτασε και συνταξιδέψαμε με μαθητές Λυκείου και μερικά γεροντάκια. Φτάσαμε στην Αμμουλιανή σε 15΄. Εισιτήριο είκοσι δραχμές. Ρώτησα ένα μαθητή για να μάθω για τον ξάδερφό μου τον Παύλο, μου είπε πού δούλευε, αλλά, καθώς πηγαίναμε προς τα εκεί, τον βρήκαμε να παίζει χαρτιά. Χαιρετηθήκαμε, είπαμε τα σχετικά και, ενώ αυτός συνέχισε να παίζει, εμείς καθίσαμε στο διπλανό τραπεζάκι να γευματίσουμε κάπως ανθρώπινα μετά από 6 ημέρες. Το γεύμα περιελάμβανε μαρίδες, πατάτες τηγανιτές, λάχανο, ντοματοσαλάτα και μια κρύα μπύρα. Κέρασμα του Παύλου, 300 δραχμές. Τον ευχαριστήσαμε, του είπαμε πως θα μείνουμε στις Αλυκές, αγοράσαμε σοκολάτες και μπισκότα και ακολουθώντας ένα νέο δρόμο φτάσαμε πιο γρήγορα από ότι την προηγούμενη φορά που ήρθαμε. Στήσαμε τη σκηνή, ετοιμάσαμε τα πράγματά μας όπως έπρεπε και μετά τρέξαμε στη θάλασσα για να πλυθούμε. Το ευχαριστηθήκαμε όσο δε γίνεται. Μετά αναζητήσαμε και βρήκαμε νερό πόσιμο και κατόπιν μπήκαμε στη σκηνή. Φάγαμε τις σοκολάτες μας και γύρω στις οχτώ πέσαμε να κοιμηθούμε. Γύρω μας δεν υπήρχε ψυχή. Κοιμηθήκαμε κι ονειρευόμασταν την αυριανή μέρα να είναι ηλιόλουστη, για να κάνουμε ένα θαλασσινό μπάνιο. Το τραβούσε πολύ όρεξή μας. Η νύχτα κυλούσε βασανιστικά για μας. Τελικά χαράξει η ημέρα, αλλά μας περίμενε μια απογοήτευση. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και τα όνειρά μας ματαιώθηκαν. Η απογοήτευση ήταν πολύ μεγάλη για μας. Δεν είναι λίγο πράγμα να βαδίζεις πέντε ημέρες στο Άγιο Όρος και να περιμένεις πώς και τι να έρθει αυτή η μέρα και, όταν επιτέλους έρθει, να έχει τέτοια μούτρα! Αυτά έχει η ζωή! Πάντως βρήκαμε να κάνουμε κάτι: τρέξαμε, παίξαμε φρίσμπι και ξαπλώσαμε να συμπληρώσουμε της σημειώσεις μας. Από το ραδιόφωνο ακούγαμε την εκπομπή ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΕΚΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Του Χρύσανθου του ήρθε να βγάλει φωτογραφίες τις τέσσερις στάσεις που είχαν μείνει από τρία 36αρια φιλμς. Σαν μοντέλο διάλεξε εμένα. Μα ποιος είμαι τέλος πάντων!