Εκδρομή στη Ρόδο
31 Ιουλίου Πέμπτη έως 10 Αυγούστου Κυριακή
Άτομα που συμμετείχαν
Στάθης Φανιάδης (22)
Χρύσανθος Κίρλας (22),
Αργύρης Αργυρού (18)
και Δημήτρης Λαμπρινίδης (19)
και Δημήτρης Λαμπρινίδης (19)
Από τις σημειώσεις που κρατούσα τότε
Προς την Κάμιρο |
Έξοδα
Θεσσαλονίκη - Αθήνα με τρένο αλερετούρ φοιτητικό 425 δραχμές, συν 70 δραχμές προσαύξηση για ημερήσιο ταξίδι γυρισμού.
Πειραιάς - Ρόδος με πλοίο φοιτητικό 580 δραχμές.
Ρόδος - Αθήνα με αεροπλάνο 1500 δραχμές.
Ένα δύο μήνες πριν...
Σε ποιο δε θα άρεσε ένα ταξίδι στη Ρόδο! Μα χρειάζεται και η κατάλληλη παρέα, μια παρέα που να έχει την ίδια δόση "τρέλας"... Η παρέα αυτή βρέθηκε σχεδόν τυχαία και να πώς!
Από το καλοκαίρι του 1979 σχεδιάσαμε με ένα φίλο μου, το Μπάμπη τον Εμεξεζίδη, να κάνουμε μαζί διακοπές το καλοκαίρι του 1980. Είχαμε σκεφτεί να επισκεφτούμε την Αίγινα και μερικά νησιά των Κυκλάδων. Από το Μάρτιο του 1980 άρχισα να εργάζομαι σε ένα εμπορικό στην Παπαδοπούλου 3, στη Θεσσαλονίκη, και συγκέντρωνα χρήματα για να πραγματοποιήσω το σχέδιό μας. Όλα πήγαιναν καλά, ώσπου το Μάη μαθαίνω από τον Μπάμπη πως δε θα μπορέσει να με ακολουθήσει. Στενοχωρήθηκα πολύ για δύο λόγους, από τη μια γιατί δε θα περνούσα τις διακοπές μου όπως θα ήθελα και από την άλλη γιατί ήξερα το πόσο πολύ θα στενοχωριόταν και ο φίλος μου που μου χάλασε τα σχέδιά μου, αν και ούτε το ήθελε αλλά και ούτε μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Η στενοχώρια μου όμως δεν κράτησε αρκετά, γιατί μου συνέβη κάτι αναπάντεχο που με γέμισε χαρά.
Σε μια από τις επισκέψεις μου στο Χρύσανθο έμαθα ότι γυρεύει παρέα για μια εκδρομή στα νησιά ή σε νησί, ανάλογα με το πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση. Αμέσως δήλωσα ότι θα τον ακολουθούσα (είχε πάει το 1979 στην Κέρκυρα, είχε ατομική σκηνή, όλα τα απαραίτητα για free camping και επιπλέον πείρα, στοιχεία που προμηνούσαν ευχάριστη εκδρομή). Εντωμεταξύ είχα κανονίσει να πάρω δέκα ημέρες άδεια από το εμπορικό όπου εργαζόμουν, αν και δεν τη δικαιούμουν (ας είναι καλά ο κ. Αντώνης...). Θα την έπαιρνα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου. Σιγά σιγά βρέθηκε και η υπόλοιπη παρέα, στην αρχή ο Δημήτρης και ένα γνωστό του παιδί, το οποίο όμως λίγες ημέρες αργότερα δεν ήθελε να έρθει λόγω των γεγονότων στη Ρόδο με το τουρκικό κρουαζιερόπλοιο, και στη συνέχεια προστέθηκε ο Αργύρης. Αρχίσαμε να συγκεντρωνόμαστε από 15 Ιουλίου συστηματικά, για να αποφασίσουμε πού μπορούμε να πάμε με 10 ημέρες άδεια που είχα εξασφαλίσει αλλά και τι θα μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας ο καθένας ατομικά. Αποφασίσαμε να πάμε στη Ρόδο, για την οποία τόσα και τόσα ακούγαμε, και ο καθένας έκανε από έναν κατάλογο των πραγμάτων που θα έπαιρνε μαζί του. Εγώ συμβουλεύτηκα το Χρύσανθο ως πιο έμπειρο. Αγόρασα ένα sleepping bag 1000 δραχμές και δανείστηκα το σακίδιο του ξαδέρφου μου του Παύλου. Αγόρασα επίσης ένα θερμός και ένα κουταλομαχαιροπειρουνοκατσαβιδοπριονοανοιχτηροτιρμπουσολιμοσύνεργο ( το έχω και το χρησιμοποιώ έως και τώρα που γράφω).
Όλες μας οι συναντήσεις γίνονταν στο σπίτι του Χρύσανθου και ήταν όλες μες στην τρελή χαρά αλλά και σοβαρές... Το Δημήτρη δεν τον γνώριζα πριν, τον Αργύρη τον πρωτοείδα στις 26 του Ιούλη, τρεις μόνο ημέρες πριν την αναχώρηση, ενώ το Χρύσανθο τον ήξερα πολύ καλά. Αποφασίσαμε πως θα πάμε στη Ρόδο. Θεσσαλονίκη Αθήνα με τρένο και κατόπιν Πειραιά και με καράβι για Ρόδο. Εκεί θα μας περίμενε ένας φίλος του Δημήτρη κατά πρώτο λόγο και του Χρύσανθου κατόπιν, ο Φώτης.
Ο Χρύσανθος και ο Δημήτρης επειδή είχαν περισσότερο καιρό άδεια αποφάσισαν να πάνε και στη Σκιάθο-Σκόπελο για τρεις τέσσερις ημέρες, απόφαση που έκαναν πραγματικότητα. Εγώ ανέλαβα να αγοράσω τα εισιτήρια του πλοίου από το πρακτορείο ταξιδίων POLARIS (Παύλου Μελά, Θεσσαλονίκη).
Έχω να θυμάμαι σχετικά με αυτό ένα πολύ διασκεδαστικό μπέρδεμα! Είχαμε συμφωνήσει να μου δώσουν ο καθένας τα χρήματα που του αντιστοιχούσαν ή να μου τα ρίξουν κάτω από την πόρτα μου μέσα σε φάκελο ή να τα δώσουν στο Στέλιο, το συγκάτοικο του Χρύσανθου, για να μου τα φέρει αυτός. Λοιπόν, ούτε μου έδωσαν χρήματα (οι δύο είχαν φύγει ήδη για Σκιάθο-Σκόπελο) ούτε τα έριξαν κάτω από την πόρτα μου ούτε τα έδωσαν στο Στέλιο. Αναρωτιόμουν τι να συνέβη. Εντωμεταξύ εγώ το Σάββατο είχα πάει στο χωριό μου και στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη ήρθε ένας φίλος μου φαντάρος (είχε κλειδί) και υπέθεσα πως βλέποντας ότι έλειπα στο χωριό θα ερχόταν και αυτός εκεί, πως θα ε΄χε βρει τα χρήματα και θα μου τα έφερνε...μιλάμε για πολύ φαντασία, έτσι! Την Κυριακή το πρωί έφυγα για Θεσσαλονίκη και δεν τον συνάντησα. Του τηλεφώνησα, αλλά δεν τον βρήκα! Η αγωνία μου για το τι συνέβη κορυφωνόταν...ώσπου μου τηλεφώνησε ο Αργύρης, ο τέταρτος της παρέας, και μου είπε ότι τα χρήματα τα είχε αυτός. Καταλαβαίνετε... από τις τρεις λύσεις που είχαμε σκεφτεί ακολούθησαν την... τέταρτη. Τέλος πάντων, τελείωσε και αυτό!
Την Πέμπτη 31 Ιουλίου γύρω στις 11 το πρωί μου τηλεφώνησε ο Χρύσανθος και μου είπε ότι είχαν γυρίσει από τη Σκιάθο-Σκόπελο, πως ο Δημήτρης πήγε να αγοράσει τα εισιτήρια του τρένου και ότι η συγκέντρωση για την αναχώρηση θα γινόταν στις 8 το πρωί στο σπίτι του. Από την ώρα εκείνη δεν κρατιόμουν... Κοίταζα τους δείκτες του ρολογιού μου να προχωρούν αγκομαχώντας, κοίταζα, μιλούσα, γέλαγα με τους πελάτες και τους συναδέλφους μου στο εμπορικό, η ώρα όμως δεν περνούσε, την ώρα εκείνη το μυαλό μου ήταν αλλού, ταξίδευε στη Ρόδο... Ζήτησα από τον εργοδότη μου να φύγω μια ώρα νωρίτερα, για να αρχίσω την προετοιμασία μου, μου έδωσε και 5000 δραχμές ως δάνειο που θα το επέστρεφα σταδιακά, τους χαιρέτησα και έφυγα για το σπίτι μου (Σπάρτης 10, περιοχή Ευζώνων).
Αφού τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας, κάναμε βόλτες στο βαγόνι να δούμε τι κόσμος υπάρχει. Στο κουπέ μας ήταν ακόμη ένα ανδρόγυνο . Η ώρα της αναχώρησης πέρασε χωρίς να ξεκινήσει το τρένο. Κανείς δε μας εξηγούσε τι συνέβαινε και η ώρα κυλούσε βασανιστικά... Μέναμε με το τρένο στις ράγες και σταματημένο, κάναμε βόλτες πάνω κάτω συζητώντας για διάφορα θέματα με κύριο την αργοπορία του τρένου. Τελικά μετά από μία ώρα καθυστέρηση ξεκινήσαμε για την Αθήνα. Μάθαμε την αιτία της καθυστέρησης από μια οικογένεια Ιρακινών, να πώς.
Ήμασταν στην πόρτα του βαγονιού εγώ και ο Χρύσανθος όταν ήρθαν οι Ιρακινοί, ένας χοντρός καταϊδρωμένος πατέρας, μια παχουλή λιπαρή κυρία και ο γιος τους, ένα μελαψό αγόρι 13-14 ετών. Είχαν πολλές αποσκευές και τους βοηθήσαμε να τις ανεβάσουν στο βαγόνι. Μείναμε στην είσοδο του βαγονιού, όταν ακούσαμε φωνές. Προχωρήσαμε προς το μέρος που ακούγονταν και είδαμε πως οι Ιρακινοί είχαν μπει στο κουπέ μας και μάλωνε μαζί τους το ανδρόγυνο που ήταν μέσα. Πήγαμε κι εμείς, τους ρώτησα αν ξέρουν αγγλικά και τους εξήγησα ότι δε χωράνε στο δικό μας κουπέ και ότι θα έπρεπε να ψάξουν για άλλο. Ο πατέρας έψαξε, δε βρήκε τίποτε, ξαναγύρισε στο δικό μας, μας είπε ότι ήταν ταλαιπωρημένοι, γιατί το τρένο με το οποίο ταξίδευαν στη Βουλγαρία είχε ένα ατύχημα με θύματα και πως αυτή ήταν η αιτία της καθυστέρησης. Τους λυπηθήκαμε, τους δώσαμε τις θέσεις μας και εγώ με το Χρύσανθο βρήκαμε ένα άλλο κουπέ, στο ίδιο βαγόνι, και μείναμε εκεί.
Γνωριστήκαμε με τα παιδιά που ήταν μέσα, την Άννα και τον ξάδερφό της Χρίστο που πήγαιναν για Ίο, το Μάνο, Αθηναίο που δήθεν σπούδαζε σε κολέγιο στο εξωτερικό και ήταν όλο μεγάλα λόγια, και με ένα άλλο παιδί που δε μάθαμε το όνομά του και τον προορισμό του, αλλά από τα περιοδικά που διάβαζε ήταν μάλλον αναρχικός. Εντωμεταξύ υπήρχαν πολλοί άνευ θέσεων και, επειδή στο κουπέ μας υπήρχαν δύο κενές θέσεις, πολλοί μας πολιορκούσαν. Θέλαμε όμως να έχουμε λίγη άνεση, γι' αυτό και λέγαμε ότι στο κουπέ έχει θέση ακόμη ένας και πως ήταν στην τουαλέτα. Είχαμε συνεννοηθεί από πριν με τον Αργύρη και ο καημένος πηγαινοερχόταν πότε στο ένα και πότε στο άλλο κουπέ, για να φαίνονται γεμάτα. Αυτό το βιολί συνεχίστηκε μέχρι τη Λάρισα.
Για να μην κοιμηθούμε, παίξαμε όλοι εκτός του αναρχικού χαρτιά (αγωνία και λαχανόκηπο;), μιλήσαμε λίγο για τους αστερισμούς, για το πού σκοπεύουμε να πάμε και για πολλά άλλα. Όσο η νύχτα κυλούσε τόσο περισσότερο νυστάζαμε. Οι άλλοι της παρέας, ο Δημήτρης και ο Αργύρης είχαν κοιμηθεί. Το τρένο πήγαινε βασανιστικά αργά, Σταματούσε σχεδόν παντού. Έξω ήταν σκοτάδι, δεν έβλεπες τίποτε. Το ταξίδι γινόταν κουραστικό, σχεδόν βασανιστικό. Ήθελα να κλείσω για λίγο τα μάτια μου, μα δεν μπορούσα από τη ζέστη και τη έλλειψη χώρου.
Επιτέλους ξημέρωνε και μετά από 10 ώρες ταξίδι φτάσαμε στην Αθήνα. Αποχαιρετήσαμε τα παιδιά με τα οποία είχαμε μοιραστεί το κουπέ, δώσαμε ευχές να περάσουμε όλοι καλά και τραβήξαμε ο καθένας το δρόμο του. Ρωτήσαμε προς τα πού πέφτει η Ομόνοια, γιατί από εκεί θα παίρναμε τον ηλεκτρικό για τον Πειραιά, και αφού μας κατατόπισαν ξεκινήσαμε. Μας είπαν ότι ήταν μεγάλη η απόσταση μέχρι εκεί έτσι που ήμασταν φορτωμένοι μάλιστα, αλλά εμείς δεν υπολογίζαμε τον κόπο με τον ενθουσιασμό μας που μας έδινε φτερά στα πόδια. Έτσι όπως ήμασταν μέχρι και τη Ρόδο θα μπορούσαμε να φτάσουμε, που λέει και ο λόγος, αν γινόταν βέβαια. Πήραμε το δρόμο λοιπόν και πότε χαζεύοντας δεξιά και αριστερά και πότε ρωτώντας φτάσαμε στην Ομόνοια.
Εγώ επισκεπτόμουν την Αθήνα πρώτη φορά και η εντύπωση που μου δημιουργήθηκε ήταν πως φάνταζε κάπως αλλόκοτη σε σχέση με την άλλη μεγάλη πόλη της Ελλάδας όπου κατοικώ, τη Θεσσαλονίκη. Αλλόκοτοι οι δρόμοι, η κίνηση, οι άνθρωποι.
Φτάσαμε επιτέλους στην Ομόνοια και ρώτησα μια τροχονόμο από πού θα πάρουμε τον ηλεκτρικό. Μας είπε το πού και πώς και κατεβήκαμε στο υπόγειο της πλατείας. Λογής λογής άνθρωποι κυκλοφορούσαν, κάθε καρυδιάς καρύδι... Νοιώσαμε την ανάγκη να πάμε τουαλέτα και το κάναμε με τη σειρά. Όση ώρα περίμενα άκουγα μια γυναίκα λαχειοπώλη να διαλαλεί την πραμάτεια της: "μια τετράδα στο 6, μια τετράδα στο 6", και, όταν την πουλούσε, "μια τετράδα στο 5, μια τετράδα στο 5". Μάλιστα κάνοντας πλάκα μεταξύ μας είπαμε πως θα φύγουμε όταν αρχίσει να λέει "μια τετράδα στο 4, μια τετράδα στο 4".
Στο μετρό συναντήσαμε και τα παιδιά του τρένου, την Άννα, το Χρίστο και το Μάνο, που, όπως κατάλαβα, τους είχε γίνει στενός κορσές.
Πήραμε εισιτήρια για Πειραιά, ανεβήκαμε στον ηλεκτρικό και κινήσαμε για το λιμάνι... Μέσα στο συρμό έγινε ένα γεγονός που αξίζει να το αναφέρω. Ο Χρύσανθος είχε περασμένο στη ζώνη του ένα μαχαίρι αρκετά μεγάλο, έτσι για προφύλαξη. Αυτό όμως θεωρείται παράνομο, αν δεν έχεις την ανάλογη άδεια, κάτι που δεν είχε, και κινδύνευε να βρεθεί στο φρέσκο, αν τον συναντούσε κανένας αστυφύλακας. Ευτυχώς μας προειδοποίησε ένας συνεπιβάτης, ο Χρύσανθος το έκρυψε και το θέμα έληξε εκεί.
Ο ηλεκτρικός γρήγορα έφτασε στο τέρμα και κατεβήκαμε. Ήμασταν πια στο λιμάνι. Πήγαμε και βρήκαμε το καράβι με το οποίο θα ταξιδεύαμε για Ρόδο, το 'Όμηρος", και ξαπλώσαμε σε μια σκιά να ξεκουραστούμε. Η ώρα ήταν 12 το μεσημέρι και το πλοίο θα σαλπάριζε στις 14:00. Έμειναν στα πράγματα ο Δημήτρης με τον Αργύρη και εγώ με το Χρύσανθο πήγαμε να ψωνίσουμε κάτι φαγώσιμο. Κάναμε μια μεγάλη βόλτα στην αγορά του λιμανιού, που θύμιζε το Μουδιάνο, και τελικά αγοράσαμε ένα κιλό ελιές Θάσου και 2 κιλά ψωμί. Μάλιστα ο υπάλληλος του μαγαζιού βλέποντάς μας έτσι ντυμένους "τουριστικά" μας είπε για τον ανιψιό του που γυρίζει έτσι ντυμένος στο λιμάνι και καμακώνει τουρίστριες. Φύγαμε από το κατάστημα και τραβήξαμε για ένα ζαχαροπλαστείο όπου είχαμε σταμπάρει κάτι καρυδόπιτες, μα κάτι καρυδόπιτες... άλλο πράμα! Επιστρέψαμε στα άλλα δύο παιδιά, για να πάνε και αυτά να ψωνίσουν. Καθίσαμε στη σκιά δέντρων και κολατσίσαμε. Δε δίναμε σημασία στα βλέμματα των περαστικών που μας κοίταζαν κάπως... Όταν γύρισαν τα παιδιά, βγάλαμε τις δύο πρώτες φωτογραφίες μας και, αφού έδωσα πληροφορίες σχετικές με νησιά σε δυο τουρίστες, ξεκινήσαμε για το καράβι.
Η ώρα ήταν 13:20΄ όταν επιβιβαστήκαμε. Είχαμε θέσεις Γ΄. Αφού τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και πιάσαμε θέσεις, βγήκαμε στο κατάστρωμα, στην πρύμνη, και περιμέναμε το σήκωμα της άγκυρας. Μπροστά μας ήταν ο Πειραιάς, ο Περαίας με τα χαμίνια και τση αλητόμαγκές του, με την κυκλοφοριακή του συμφόρηση, με τους τουρίστες του, με τη βουή του.
Ο χρόνος κυλούσε , η ώρα είχε πάει 14:15΄ και το πλοίο παρέμενε καρφωμένο στην προβλήτα. Πήγε 14:30΄, 15:00΄, 16:00΄, ο κόσμος άρχισε να διαμαρτύρεται και με το δίκιο του, ακούστηκαν φασαρίες κάτω και εγώ με το Χρύσανθο πήγαμε να δούμε τι συνέβαινε. Και δόθηκε η απάντηση... ήταν χαλασμένη η μία μηχανή του πλοίου και την επιδιόρθωναν την ώρα εκείνη. Τέλος, γύρω στις 17:00΄ η βλάβη αποκαταστάθηκε και το πλοίο σήκωσε άγκυρα μετά από καθυστέρηση 3 ωρών και 15΄ . Στις 17:15΄, με το ξεκίνημα του καραβιού, ακούστηκε ένα επιφώνημα ανακούφισης από όλους τους επιβάτες.
Το πλοίο το ακολούθησαν για 30΄ περίπου γλάροι, ένας μάλιστα παίδεψε πολύ το Χρύσανθο στην προσπάθειά του να τον φωτογραφίσει.
Αφού πια χάθηκε ο Πειραιάς από τα μάτια μας, πήγαμε και καθίσαμε στις θέσεις μας. Έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να παρατηρήσουμε τους γύρω μας... Μπροστά μας κάθονταν τρεις γυναίκες με τις κόρες και τους γιους τους. Μας πρόσφεραν κέικ, σαν να μας φλέρταραν, αλλά μη βρίσκοντας ανταπόκριση, στράφηκαν αλλού. Τις κόρες τους τις τριγύριζαν κάτι μάγκες από Ελευσίνα μεριά, αλλά την απόλαυσαν τη χυλόπιτα... 'Ενας καμαρότος μάλλον συμπάθησε πολύ μια από τις κόρες και όλο έμπλεκε στα πόδια της κάνοντας βλακείες και παιδιαρίσματα, φαίνεται όμως ότι "έχανε" από φυσικού του... Υπήρχαν και φαντάροι που πήγαιναν για μονάδες της Ρόδου. Μάλιστα μια παρέα είχε μαζευτεί σε μιαν άκρη και άκουγε τραγούδια του Νίκου Ξυλούρη, του άξιου τραγουδιστή και λυράρη από την Κρήτη, ο οποίος είχε πεθάνει πρόσφατα, και είχαν βουρκώσει όλοι τους.
Ενώ είχαμε την εντύπωση πως περάσαμε το Σούνιο, μιας και ταξιδεύαμε πολλές ώρες ήδη (είχε πάει 20:30΄ περίπου), ξαφνικά διακρίνουμε στο βάθος αριστερά μας τους κίονες του ναού του Ποσειδώνα, χαρακτηριστική εικόνα του Σουνίου. Τότε καταλάβαμε πόσο αργά πήγαινε το καράβι και τι είχαμε να τραβήξουμε...
Το κρύο άρχισε να σφίγγει έξω. Έτσι, αφού βάλαμε τα τζάκετ μας, πήγαμε μια βόλτα στα επάνω καταστρώματα. Στο αμέσως επάνω από εμάς ήταν όλο ξένοι, με τα sleepping bags τους ανοικτά και αυτοί να είναι έως τη μέση χωμένοι σ' αυτά και να συζητάνε παρέες παρέες ή να ακούνε έναν της παρέας που έπαιζε κιθάρα. Υπήρχαν και άλλοι που χάζευαν στο πέλαγος ή που κοιμόντουσαν προφανώς κουρασμένοι. Στο επόμενο κατάστρωμα, που ήταν και το τελευταίο, δεν υπήρχε ψυχή. Εδώ όσοι ανέβαιναν κατέβαιναν αμέσως λόγω του αέρα που το μαστίγωνε. Κατεβήκαμε στις θέσεις μας.
Το πλοίο άρχισε να κουνάει. Θα ήταν γύρω στις 22:30΄, όταν πήραμε τα sleepping bags μας και ξαπλώσαμε έξω εγώ και ο Χρύσανθος. Αφού κουβεντιάσαμε για λίγο και είπαμε τις πρώτες εντυπώσεις μας, ευχηθήκαμε "καληνύχτα" και το γείραμε στο πλάι να κοιμηθούμε. Όλο το βράδυ άκουγα τον αέρα που φύσαγε και τον ένοιωθα ακόμη και μέσα στο sleepping bag μου που το φούσκωνε. 'Όσο πιο πολύ τον άκουγα να λυσσομανά, τόσο πιο βαθιά χωνόμουν μέσα. Πάντως με τον ύπνο ούτε καν ένοιωθα το κούνημα του καραβιού. Είχαμε πολλές ώρες που ταξιδεύαμε από χθες το βράδυ, ενώ για να φτάσουμε στη Ρόδο δεν ξέραμε πόσες ώρες ακόμη χρειαζόμασταν. Αυτή η ξεκούραση μας ήταν απαραίτητη. Οι άλλοι δύο, ο Δημήτρης και ο Αργύρης, θα κοιμόντουσαν μέσα.
Το πρωί του Σαββάτου ξύπνησα γύρω στις 7:00΄. Ήδη είχαν ξυπνήσει αρκετοί συνεπιβάτες και απολάμβαναν τον πρωινό ήλιο. Δίπλα μας κοιμόταν και ο Δημήτρης, ο οποίος, όπως μου είπε αργότερα, είχε βγει να μας ψάξει γύρω στις 24:00, μας είδε να κοιμόμαστε μακάρια έξω και ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μας...
Αποφάσισα να κάνω μια βόλτα, έως ότου να ξυπνήσουν και οι άλλοι της παρέας. Παντού συναντούσα πρόσωπα νυσταγμένα να τεντώνονται για να διώξουν από επάνω τους τον ύπνο. Ανέβηκα στο επάνω κατάστρωμα όπου ήταν οι ξένοι και τους βρήκα όλους να κοιμούνται. Συνέχισα να ανεβαίνω και έφτασα στο ψηλότερο σημείο του καραβιού, όπου και με περίμενε μια έκπληξη. Εκεί, τόσο ψηλά, έφτασαν το βράδυ τα κύματα και είχαν αφήσει ίχνη τους. Για φαντάσου, σκέφτηκα, πόσο μεγάλα κύματα είχε να παλέψει το βράδυ το καράβι μας, το "Όμηρος". Κάθισα λίγο εκεί ψηλά και αγνάντευα ουρανό και θάλασσα, αφήνοντας το νου μου να ονειρεύεται. Γρήγορα όμως ένοιωσα τον κρύο πρωινό αέρα να με τρυπάει και έτσι κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες και πήγα να συναντήσω την υπόλοιπη παρέα, που θα έπρεπε να είχε ξυπνήσει.
Φτάνοντας εκεί όπου κοιμόντουσαν βρήκα μόνο το Χρύσανθο. Όπως συνήθως του άρεσε να χουζουρεύει, ακόμη κι αν κοιμόταν πάνω σε σανίδια! Μπήκα μέσα να δω τι κάνουν ο Δημήτρης και ο Αργύρης. Είχαν ξυπνήσει και οι δύο και απολάμβαναν γεμιστά μπισκότα. Τους "βοήθησα" λίγο, για να τα τελειώσουν χωρίς να κουραστούν πολύ και βγήκαμε στο κατάστρωμα να δούμε τι κάνει ο "υπναράς". Εντωμεταξύ ο Δημήτρης μου διηγήθηκε κάτι το παράξενο που του συνέβη ή νόμισε ότι του συνέβη... ενώ κοιμόταν. Ξέροντας ότι κοιμόμουν δίπλα του, όταν ένοιωσε άτομα να περνάνε από δίπλα του, νόμισε ότι με πάταγαν και απορούσε που δεν αντιδρούσα. Τότε ανασηκώθηκε, για να δει τι μου συνέβαινε, και αντιλήφθηκε ότι έλειπα, ότι είχα ξυπνήσει και έφυγα από δίπλα του...
Γύρω στις 16:30΄ του Σαββάτου φάνηκαν οι ακτές της Ρόδου. Το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή και όλοι βγήκαν να τις αντικρίσουν. Το ίδιο κάναμε κι εμείς. Εκεί όμως που χαζεύαμε, διαπιστώσαμε ότι οι πόρτες που μας χώριζαν από τη Α΄ και Β΄ θέση είχαν ανοίξει. Μια και δυο κινάμε με το Χρύσανθο να "πάρουμε" το παγωτό μας στο σαλόνι της Α΄ θέσης. Αφού δυσκολευτήκαμε λίγο, τελικά βρεθήκαμε στις αγκαλιές δύο πολύ αναπαυτικών πολυθρόνων να τρώμε με βουλιμία το παγωτό μας. Παρακολουθήσαμε και για λίγο τηλεόραση και μετά φύγαμε. Οι εντυπώσεις μας δεν ήταν και τόσο κολακευτικές για την Α΄ θέση. Θόρυβος μηχανής, καπνοί και πολύ σνομπαρία. Α, εμείς ήμασταν πολύ καλύτερα στη Γ΄, στο κατάστρωμα!
Εντωμεταξύ το "Όμηρος" έκανε μανούβρες για να πλευρίσει και εμείς βγήκαμε να τραβήξουμε φωτογραφίες με θέμα το λιμάνι της Ρόδου, το Μαντράκι, τη νέα πόλη και την παλιά, την πόλη των Ιπποτών.
Ο Δημήτρης έψαχνε με αγωνία να δει το φίλο του το Φώτη που θα μας περίμενε. Τον είδε και άρχισε να κουνάει τα χέρια του, να τον χαιρετάει και να μας τον δείχνει. Στο πρόσωπό του ήταν καθαρά ζωγραφισμένη ικανοποίηση, πράγμα που μας έδωσε να καταλάβουμε ότι τους ένωνε μεγάλη φιλία. Ο Φώτης, με τη σειρά του, μόλις είδε το Δημήτρη, άρχισε και αυτός να χαιρετάει. Φόραγε ένα μαύρο παντελόνι και μια πορτοκαλί αθλητική φόρμα από επάνω. Όταν κατεβήκαμε από το πλοίο και δώσαμε τα χέρια, κατάλαβα ότι ήταν ένα παλικάρι 24 περίπου χρονών πολύ βασανισμένο από τη ζωή, με το χαμόγελο όμως να μη φεύγει ποτέ από ο πρόσωπό του.
17:30΄. Συστηθήκαμε, βγάλαμε την πρώτη μας ομαδική φωτογραφία και κινήσαμε να βγούμε από το λιμάνι. Ήταν ακόμη εκεί οι πέτρες και τα φράγματα από τη διαμαρτυρία των Ροδιτών για το τούρκικο καράβι "Τζεμλίκ" που έφερε Τούρκους να παραθερίσουν στη Ρόδο. Αυτό είχε συμβεί πριν από δέκα ημέρες και ο Φώτης μας είπε με δυο λόγια το τι είχε γίνει.
Παραλία παραλία φτάσαμε στο Μαντράκι και, αφού φορτώσαμε τα σακίδιά μας σε ένα ταξί, ξεκινήσαμε για την Ιαλυσό, για το συγκρότημα στο οποίο εργαζόταν ο Φώτης. Φτάσαμε σχετικά γρήγορα, αφού περάσαμε από τα καλύτερα ροδίτικα τουριστικά συγκροτήματα. Ο Φώτης μας οδήγησε στο υπόγειο όπου έμενε και εκεί γνωριστήκαμε με το Νίκο, ένα συνάδελφό του από τις Σέρρες.
Γυρίζοντας μια περίμενε ένα ευτράπελο... Ακριβώς στο πίσω μέρος του ξενοδοχειακού συγκροτήματος όπου εργαζόταν ο Φώτης έμενε μα παρέα από Αγγλίδες, με τις οποίες είχαμε το εξής απρόοπτο. Τους είχε πέσει το κραγιόν και μία από αυτές, μια έγχρωμη, ζήτησε να της το ρίξουμε στο μπαλκόνι τους. Ανέλαβα να την εξυπηρετήσω εγώ, όμως απέτυχα και αυτό ,αντί να προσγειωθεί στον τέταρτο όροφο, κατέληξε στον πρώτο. Μας πιάσανε κάτι γέλια...και τις δύο πλευρές, εννοείται. Ζητήσαμε συγνώμη και πήγαμε να ντυθούμε για να βγούμε. Εγώ, ο Δημήτρης και ο Αργύρης φορέσαμε σορτς, ενώ ο Χρύσανθος φόρεσε τζην. Το σορτς έγινε τελικά αιτία να μη διασκεδάσουμε όπως είχαμε υπολογίσει, δηλαδή DISCO, ΓΥΝΑΙΚΑΙ και ... Και να γιατί...
Κινήσαμε οι τέσσερις μάγκες να δείξουμε τις κορμάρες μας λογαριάζοντας χωρίς τον ξενοδόχο. Κάπου εκεί κοντά υπήρχε μια disco, στην οποία και είχαμε σκοπό να πάμε. Φτάσαμε, κατεβήκαμε τις σκάλες, ανοίξαμε την πόρτα και... πέσαμε πάνω σε "πόρτα", έναν ψηλό που μας έφραξε το δρόμο. Μας είπε ότι απαγορευόταν η είσοδος με σορτς και μας πούλησε τσαμπουκά στην επιμονή μας να μπούμε. Τελικά φύγαμε αφήνοντας κάτι κορμάρες να λικνίζονται και με τα νεύρα μας τσατάλια. Ειδικά ο Αργύρης είχε ανάψει και έλεγε κάτι γαλλικά που τον φοβήθηκε το μάτι μου. Ήθελε να γυρίσει και να δημιουργήσει επεισόδιο, αλλά οι υπόλοιποι ως πιο ψύχραιμοι τον συγκρατήσαμε. Μάλιστα τον ρωτήσαμε "πώς θα αντιμετωπίσει εκείνον τον ψηλό, ρε Αργύρη!". Αυτό ήταν, άστραψε και βρόντηξε και πέταξε μια κουβέντα που έμελλε να γίνει το σύνθημα της εκδρομής μας, το σήμα κατατεθέν της: "Μηγιάκης ρε, ξέρετε τι εστί Μηγιάκης; Ένα και κάτι στο μπόι και όμως κέρδισε το χρυσό στη Μόσχα. Και ξέρετε γιατί; Γιατί ήταν μάγκας! Τέτοιος είμαι κι εγώ, ρε μ...ες, γ... εγώ ψηλούς... Θα τον ξεσκίσω! Μηγιάκηηηηηηηηηςςςςςςςς!" Και όρμησε! Τον αρπάξαμε και οι τρεις και φύγαμε για άλλη disco. Ακολουθήσαμε το δρόμο που οδηγούσε στην Ρόδο και μπήκαμε στην επόμενη. Τζίφος! Στην μεθεπόμενη το ίδιο. Στην τέταρτη και τελευταία που υπήρχε πριν τη Ρόδο, λίγο πριν φτάσουμε, συναντήσαμε ένα αμάξι με πινακίδες από το νομό Πέλλας. Ήταν ένα πατριωτάκι μου εκεί κοντά. Του έγραψα ένα χαιρετισμό και τον άφησα στους υαλοκαθαριστήρες. Η disco ήταν "του κλότσου και του μπάτσου" και ελπίσαμε πως θα μας άφηναν να μπούμε. Και πάλι τίποτε, Μωρέ δεν πάνε να κουρευτούν όλοι τους... Εξάλλου η ώρα είχε προχωρήσει, ήταν ήδη 24:00. Αποφασίσαμε απογοητευμένοι να επιστρέψουμε στη βάση μας.
Είχαμε κάνει αρκετό δρόμο δίχως να το καταλάβουμε, γιατί παίζαμε και πειράζαμε ο ένας τον άλλο στο δρόμο. Η λέξη ΜΗΓΙΑΚΗΣ ήταν η πρωταγωνίστρια με συμπρωταγωνίστρια τη λέξη ΝΤΙΡΕΚΙ. Σε κάποια στιγμή ο Δημήτρης βρήκε ένα μπουκάλι Coca Cola και προκάλεσε το "Μηγιάκη" να παραβγούν στο μάζεμα μπουκαλιών... Έτσι άρχισε ένας "αθέμιτος" συναγωνισμός μεταξύ τους. Το "μίσος" ήταν ολοφάνερο στα κατακόκκινα φθονερά μάτια τους. Έτρεχαν πότε αριστερά πότε δεξιά, έψαχναν ανάμεσα στα χόρτα και στα φυτά, παντού... Σε μαι κακή στιγμή συνέβη ένα ατύχημα στον Αργύρη. Την ώρα ακριβώς που είχε κοπάσει κάπως ο "αγώνας" και βαδίζαμε και οι τέσσερις σε μαι ευθεία, είδα ένα μπουκάλι μπροστά μας. Ειδοποίησα τον Αργύρη, που στην "μπουκαλοσυλλογή" τον υποστήριζα, και αυτός ξεχύθηκε σαν σίφουνας. Όμως καθώς ο δρόμος στην άκρη είχε χαλικάκι ψιλό, γλίστρησε και πέφτοντας έσπασε ένα από τα μπουκάλια που κρατούσε. Ζεστό αίμα ανάβρυσε από το χέρι του και προς στιγμήν φοβηθήκαμε μήπως έπαθε καμιά σοβαρή ζημία. Δέσαμε πρόχειρα το δάχτυλο που κόπηκε και γρήγορα γρήγορα φτάσαμε στη βάση μας. Εκεί, αφού καθαρίσαμε πρώτα το τραύμα με νερό, το ανέλαβε ο Χρύσανθος και το περιποιήθηκε με οινόπνευμα και γάζες. Ο Αργύρης έλεγε ότι αισθάνεται αδυναμία και τον βάλαμε να ξαπλώσει. Είχε χάσει αρκετό αίμα.
Ενώ είχαμε περάσει τόσο καλά το βράδυ του Σαββάτου, το γεγονός με τον Αργύρη μας έκανε όλους θλιμμένους. Η παρέα είχε δεθεί συναισθηματικά γα τα καλά. Ο ένας ένοιωθε τον άλλο, πονούσε τον άλλο και αυτό ήταν κάτι πολύ ωραίο. Αφού μείναμε ακόμη λίγο κοντά στον Αργύρη και το Δημήτρη συζητώντας αποφασίσαμε εγώ και ο Χρύσανθος να κοιμηθούμε στην παραλία.
Πήραμε λοιπόν τα sleepping bags μας και το φακό και γραμμή για την παραλία. Το απόγευμα που είχαμε κολυμπήσει εκεί είχαμε εντοπίσει κάτι ξαπλώστρες λουομένων και σκοπεύαμε να τις χρησιμοποιήσουμε για κρεβάτια, διότι η παραλία δεν προσφερόταν για ύπνο λόγω του ότι είχε αρκετές πέτρες.
Φτάσαμε κάτω από το Aura Beach, διαλέξαμε δύο ξαπλώστρες, τις βάλαμε κοντά κοντά και , αφού κάναμε κι ένα μεταμεσονύκτιο μπανάκι κάτω από το φως των άστρων εντελώς γυμνοί (αστροντυμένοι), πέσαμε να κοιμηθούμε. Τότε αντιμετωπίσαμε για πρώτη φορά το πρόβλημα των κουνουπιών, τα οποία έπεφταν επάνω μας σαν καταδρομικά και μας ανάγκασαν να κουκουλωθούμε για τα καλά, παρ' όλη τη ζέστη που είχε, και να γίνουμε μούσκεμα στον ιδρώτα. Όμως καλύτερα ιδρωμένοι παρά "κουνουποφαγωμένοι". Η ώρα ήταν ήδη προχωρημένη, 3 τα ξημερώματα. Ήμασταν οι μόνοι στην παραλία. Καληνυχτιστήκαμε και χρρρρρρρρ...
Ήταν ένα πολύ γλυκό ξημέρωμα... Ώρα 06:20 άκουσα κάτι ψιθύρους και ανοίγοντας τα μάτια μου αντίκρισα δύο κοπέλες να μας καλημερίζουν στα αγγλικά και να απομακρύνονται. Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα έως ότου να συνειδητοποιήσω τι ήταν αυτό που είδα. Ήμουν ακόμη ζαλισμένος από τον ύπνο. Ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμη και, πριν προλάβουν να απομακρυνθούν, ανταπέδωσα την καλημέρα τους και σκούντηξα το Χρύσανθο να ξυπνήσει. Στο λεπτό ήμασταν στο πόδι και πηγαίναμε προς το μέρος τους, που εντωμεταξύ έπαιρναν το μπάνιο τους στη θάλασσα. Θέλαμε κι εμείς να κάνουμε μπάνιο για να τις "πλησιάσουμε", αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα, δεν είχα μαζί μου μαγιό να φορέσω. Όπου όμως υπάρχει συνεννόηση, ξεπερνιούνται τα προβλήματα. Έτσι, λοιπόν, πετάει και ο Χρύσανθος το μαγιό του και βρισκόμαστε γυμνοί στα παγωμένα νερά. Πλησιάσαμε τις κοπέλες, τις χαιρετίσαμε και αυτές, όπως ήταν φυσικό, βγήκαν αμέσως από τη θάλασσα και τυλίχθηκαν με τις πετσέτες τους. Εμείς συνεχίσαμε να κολυμπάμε για λίγο ακόμη. Το νερό ήταν κρύο και το δεχόταν το κορμί μας με ευχαρίστηση, καθώς κολυμπούσαμε πάνω κάτω.
Χορτάσαμε το μπάνιο μας και βγήκαμε κι εμείς με τη σειρά μας από τη θάλασσα και τρέχοντας τυλιχτήκαμε με τις πετσέτες μας και καθίσαμε κοντά στις κοπέλες. Συζήτησα μαζί τους και έμαθα ότι τις έλεγαν Tamara και Rita και ότι ήταν Ελβετίδες και ότι ήταν 17 και 16 ετών αντίστοιχα. Όσο συζητούσαμε Χρύσανθος πήγε και έφερε το speedo μου και έτσι χωρίς να τις σοκάρω τις πρότεινα να παίξουμε freesbee. Δεν ήξεραν, αλλά σαν καλές μαθήτριες έμαθαν γρήγορα και παίξαμε όλοι μαζί για 20΄. Ο ήλιος είχε ανατείλει ήδη και ο Χρύσανθος τράβηξε ορισμένες φωτογραφίες από την ανατολή. Πήρα στην αγκαλιά μου την Tamara και βγήκαμε φωτογραφία όπως έκανα και με τη Rita αλλά και με τις δύο μαζί. Το ίδιο έκανε και ο Χρύσανθος. Συζητήσαμε ακόμη λίγη ώρα και μετά μας είπαν ότι
έπρεπε να φύγουν. Πριν φύγουν πήραμε από ένα φιλί στο στόμα... Το απόγευμα ίσως να συναντιόμασταν στην παραλία. Αφού έφυγαν τα μαζέψαμε και πήγαμε να συναντήσουμε το άλλα δύο παιδιά της παρέας. Τα είπαμε για λίγο και μετά βγήκαμε για πρωινό και για κάρτες από τα γύρω τουριστικά καταστήματα. Διαλέξαμε χαρακτηριστικές του νησιού και αφού τις συμπληρώσαμε τις στείλαμε σε φίλους και γνωστούς.
Η ημέρα συνεχίζεται
Θέλοντας να γνωρίσουμε τη γύρω περιοχή περπατήσαμε στο δρόμο που οδηγεί στη Ρόδο αλλά και προς την αντίθετη πλευρά του νησιού, προς την Κάμιρο. Γύρω στις 10 η ώρα γυρίσαμε και παίρνοντας και τα άλλα δύο παιδιά πήγαμε για μπάνιο. Μπάνιο μαζί με τους πελάτες του ξενοδοχείου Aura Beach, ανάμεσα σε γυμνόστηθες γυναίκες με κορμιά χάρμα. Το θέαμα για μας τους βορειοελλαδίτες ήταν πρωτόγνωρο. Μετά μάθαμε ότι οι περισσότερες αν όχι όλες οι ξένες κάνουν μπάνια γυμνόστηθες και πως μόνο οι Ελληνίδες φορούσαν και το επάνω μέρος του μαγιό τους.
Βουτήξαμε όλοι μαζί στο νερό και κάναμε πολλές τρέλες. Το μπάνιο μας κράτησε 30΄ και εγώ με το Δημήτρη κολυμπήσαμε αρκετά μακριά από την ακτή δύο φορές... η θάλασσα μας καλούσε. Βγήκαμε και ξαπλώσαμε ανάμεσα σε ένα πλήθος γυναικών και νοιώθαμε σαν πασάδες σε χαρέμι.
Εγώ και ο Χρύσανθος προσέχαμε μήπως και φανούν οι ελβετιδούλες, οι οποίες όμως, όταν ήρθαν, μας φέρθηκαν πολύ ψυχρά, πράγμα που το συνηθίζουν οι ξένοι, και έτσι πάψαμε να ενδιαφερόμαστε γι' αυτές. Μάλιστα λίγο αργότερα ο υπεύθυνος του ξενοδοχείου για τις ξαπλώστρες, που ενώ στην αρχή τα είχε βάλει με το Χρύσανθο με τα "μη" και τα "απαγορεύεται" και δεν τον άφηνε σε ησυχία, αλλά στη συνέχεια μας συμπάθησε (ίσως και επειδή ήταν από το Λαγκαδά), μας είπε ότι ο γαμπρός της Tamara που ήταν Έλληνας είχε δει το πρωί τις κινήσεις μας και ρώτησε να μάθει ποιοι είμαστε και ότι τις μάλωσε. Τέλος πάντων...
Το μεσημέρι μας βρήκε να γευματίζουμε στο εστιατόριο... νόστιμα πιάτα μαγειρεμένα από σιμιακό μάγειρα και μερίδες extra μας έκαναν να έχουμε πρόβλημα χώνεψης.
Ο Χρύσανθος και εγώ πήγαμε και ξαπλώσαμε σε ένα οικόπεδο απέναντι κάτω από δύο πεύκα που μας πρόσφεραν τον παχύ τους ίσκιο και κοιμηθήκαμε έως τις 18:00 περίπου. Τα μαζέψαμε κατόπιν και πήγαμε στο υπόγειο του Φώτη. Το άλλο δίδυμο παράβγαινε στον ύπνο. Τους τον διακόψαμε, μιας και είχαμε αποφασίσει να πάμε όλοι μαζί στη Ρόδο για δουλειές και για βόλτα.
Κάνοντας οτοστόπ φτάσαμε στην πρωτεύουσα του νησιού. Είχαμε αρκετή ώρα μπροστά μας. Πρώτη μας δουλειά ήταν να βγάλουμε αεροπορικά εισιτήρια για Αθήνα και δεύτερη να μάθουμε τα δρομολόγια για Λίνδο, το πρώτο μέρος το οποίο σκοπεύαμε να επισκεφτούμε.
Κατόπιν κάναμε βόλτες στην πόλη, στην καινούρια στην αρχή και στην παλιά αργότερα, την πόλη των Ιπποτών με τα βενετσιάνικα κτίρια, με τα λογής λογής μαγαζιά και με το συνονθύλευμα των εθνικοτήτων των ανθρώπων που την επισκέπτονταν. Περπατήσαμε αρκετή ώρα μέσα στα στενοσόκακα, φάγαμε σουβλάκι καθισμένοι σε πεζούλι και κατά τις 22:00 πήραμε το αστικό για την Ιαλυσό. Καθίσαμε για λίγο στο εστιατόριο, φάγαμε δροσερό καρπούζι με τυρί και μετά πήγαμε για ύπνο. Ο Χρύσανθος κι εγώ πήραμε τα sleepingbag και πήγαμε στην παραλία. Κάναμε ένα απολαυστικό βραδινό μπάνιο και μετά παρέα με τα κουνούπια πέσαμε για ύπνο. Ήταν 23:30 η ώρα. Αύριο μας περίμενε η Λίνδος
Ξημέρωσε και στις 07:30 ήδη κάναμε το μπάνιο μας στα καταγάλανα νερά της Ρόδου και αμέσως μετά πήγαμε να συναντήσουμε την υπόλοιπη παρέα. Ήταν και αυτοί έτοιμοι και πήραμε το αστικό για τη Ρόδο. Κατεβήκαμε στη στάση κοντά στο ΚΤΕΛ με το οποίο θα πηγαίναμε στη Λίνδο. Είχαμε αποφασίσει να πάμε εκεί και μετά να επιστρέφουμε στη Ρόδο επισκεπτόμενοι όλες τις αξιόλογες παραλίες και χωριά.
Το λεωφορείο θα ξεκινούσε στις 09:00. Είχαμε περιθώριο 30΄ και γι' αυτό βρήκαμε μαι σκιά και καθίσαμε σε ένα παγκάκι για λίγο. Στις 08:50 είχαμε ήδη φορτώσει τις αποσκευές μας - παρά τα μουρμουρητά του εισπράκτορα - και καθόμασταν στις θέσεις μας έτοιμοι για αναχώρηση.Μετά από 60΄ ευχάριστου ταξιδιού και περνώντας από διάφορα χωριά της υπαίθρου φτάσαμε στην κεντρική πλατεία της Λίνδου. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αυτού επισημάναμε δύο τρομερές παραλίες, τα Κολύμπια και την Τσαμπίκα, τις οποίες και αποφασίσαμε να επισκεφτούμε μετά τη Λίνδο κατά τη σταδιακή μας επιστροφή προς την Ιαλυσό.
Στην κεντρική πλατεία της Λίνδου υπήρχε ένα πολύ μεγάλο πλατάνι, πολύ φουντωτό, και γύρω γύρω κάθονταν τουρίστες αναζητώντας λίγη δροσιά στην αφόρητη ζέστη ή καλύτερα κάψα, για να κυριολεκτώ. Παραδίπλα κελάρυζε το νερό από μια πηγή στην οποία και τρέξαμε να δροσιστούμε. Παγωμένο σχεδόν το νεράκι της!
Η θέα από εδώ ήταν απίθανη. Αριστερά μας απλωνόταν ένας καταγάλανος κλειστός ορμίσκος με ομπρέλες ανοιγμένες στα αριστερά του και λίγα δεντράκια στα δεξιά του. Δεξιά μας ανηφόριζαν τα κάτασπρα σπιτάκια της Λίνδου, που σταματούσαν το ανηφόρισμά τους σε ένα σημείο, από το οποίο άρχιζε ο βράχος της ακρόπολης της αρχαίας πόλης, ένα επιβλητικό σημείο της περιοχής με θέα σε όλα τα σημεία του ορίζοντα.
Αποφασίσαμε να κατασκηνώσουμε κάτω από τα λίγα δεντράκια που υπήρχαν στα δεξιά του ορμίσκου. Κατηφορίσαμε και σε λιγάκι ήμασταν κάτω στην παραλία και κάτω από τη σκιά των δέντρων. Υπήρχαν και άλλα σκηνάκια στημένα εκεί γύρω και αρκετός κόσμος. Αφήσαμε τα πράγματά μας κάτω και εγώ και ο Χρύσανθος κινήσαμε για ψωμί. Βρήκαμε το φούρνο, αλλά λόγω του ότι δεν είχε ψωμί και θα έβγαζε σε 30΄ - και τελικά το έκανε μετά από δύο ώρες - γυρίσαμε το μισό χωριό, ήπιαμε από ένα αναψυκτικό και απολαύσαμε και από ένα παγωτό. Όταν ξαναπήγαμε στο φούρνο, βρήκαμε μια ουρά που έφτανε έως έξω. Μπήκα στη σειρά και, όταν έφτασα μπροστά στον πάγκο και ζήτησα 8 ψωμάκια, όλοι γύρισαν και με κοιτούσαν παραξενεμένοι. Τέλος πάντων! Εγώ τα ψωμάκια μου τα πήρα... Καθώς επιστρέφαμε στην παραλία ο Χρύσανθος είδε έναν σανδαλοποιό και αγόρασε ένα ζευγάρι, αν και είχε ήδη άλλα δύο.
Η ζέστη ήταν αφόρητη και φτάνοντας στην παραλία πέσαμε αμέσως στη θάλασσα γα λίγη δροσιά. Απίστευτη αίσθηση: γαλάζια και κρυστάλλινα νερά τύλιξαν τα ξαναμμένα κορμιά μας και η θάλασσα μας καλούσε να απολαύσουμε τα θέλγητρά της κολυμπώντας σε όλο και βαθύτερα νερά. Ανοιχτήκαμε αρκετά κολυμπώντας σιγά σιγά και απολαμβάνοντας ως του μεδούλι τη δροσιά. δεξιά μας σε κάτι βράχια ήταν γυμνιστές. Πλησιάσαμε προσεκτικά μη μας πληγώσουν τα βράχια ή μην πατήσουμε αχινούς που ήταν κολλημένοι σ' αυτά και βγήκαμε κοντά τους. Πετάξαμε τα μαγιό μας και ξαπλώσαμε να απολαύσουμε τον ήλιο κατάσαρκα. Σε λίγο κάναμε μια αναγνωριστική βόλτα ανάμεσα στα βράχια που σχημάτιζαν κάτι σαν αβαθείς πισίνες και ανακαλύψαμε μια σπηλιά. Μπορούσε να πάει κανείς έως μέσα ακολουθώντας ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα. Βουτήξαμε στα πράσινα νερά του και κολυμπώντας πολύ προσεκτικά μπήκαμε στη σπηλιά. Ήταν αρκετά μεγάλη και έναν άλλο πέρασμα οδηγούσε έξω από αυτή σε άλλη πλευρά των βράχων. Ήταν πολύ δροσερά και ευχάριστα μέσα, αλλά έπρεπε να γυρίσουμε στην παρέα μας.Επιστρέψαμε από εκεί που είχαμε μπει και κολυμπώντας φτάσαμε στο μέρος όπου ήταν τα πράγματά μας.
Τους βρήκαμε να τσιμπολογούν το ψωμί. Ήταν πεινασμένοι και δικαιολογημένα μάλιστα, γιατί ήδη η ώρα ήταν 15:00. Ανοίξαμε κονσέρβες και κάναμε ένα χορταστικό γεύμα Στη διάρκεια αυτού του γεύματος γνωρίσαμε δύο Βελγίδες, τη Νικόλ και τη Σαντάλ, που είχαν έρθει εκεί με καραβάκι. Τις άρεσε το χταπόδι όχι όμως και οι ελιές, που δοκίμαζαν για πρώτη φορά. Συζητήσαμε για λίγο περί ανέμων και υδάτων, τις προτείναμε να μείνουν μαζί μας, αλλά τελικά έφυγαν με την υπόσχεση ότι αύριο θα ξαναέρχονταν... καταλαβαίνετε τώρα αν το έκαναν! Φεύγοντας πάντως μας αποχαιρέτισαν με ένα φιλί και ανεβασμένες στο καραβάκι που θα τις πήγαινε στη Ρόδο μας χαιρέταγαν έως τη στιγμή που αυτό χάθηκε στα αριστερά του όρμου.
Ώρα για λίγη ξεκούραση και ξαπλώσαμε για ύπνο κάτω από τη σκιά των δέντρων... Εγώ δεν ησύχασα και ανοίγοντας τα μάτια μου είδα μια θάλασσα να με καλεί στην αγκαλιά της και πίσω μου μια όμορφη μιγάδα να κάνει ηλιοθεραπεία μόνη της. Σηκώθηκα και πήγα και της έπιασα κουβέντα και μετά από λίγο αντιλήφθηκα ότι δεν ήταν μόνη και ότι ο φίλος της θα ερχόταν σε λίγο... οπότε... όπως καταλαβαίνετε..."την έκανα".
Αφήνοντας την κοπέλα πήγα και πήρα τα 3 freesbee να παίξω στην παραλία. Ο άνεμος ήταν ευνοϊκός για "πέταγμα" μπούμεραγκ και έτσι για περίπου μια ώρα απόλαυσα το παχνίδι. Είχαν ήδη περάσει 2 ώρες από το γεύμα και μην μπορώντας να αντισταθώ άλλο στα θέλγητρα της θάλασσας βούτηξα και άρχισα να ανοίγομαι. Άκουσα μια φωνή και είδα το Δημήτρη να μου κάνει νόημα να τον περιμένω. Με λίγες απλωτές με έφτασε και συνεχίσαμε παρέα ώσπου φτάσαμε και πάλι στους γυμνιστές. Ο Δημήτρης δεν έβγαζε το μαγιό του και δε μου εξήγησε το γιατί. Μείναμε γύρω στα 30΄ και μετά πέσαμε στη θάλασσα και γυρίσαμε στα άλλα δύο παιδιά. βρήκαμε το "Μηγιάκη" να κολυμπάει στα ρηχά. Ο Χρύσανθος είχε πάει στον αριστερό βραχίονα του όρμου για να βγάλει πανοραμικές φωτογραφίες της Λίνδου (οι φωτογραφίες που αναρτώ είναι δικές του). Όταν ήρθε, στήσαμε τις σκηνές μας κάτω από τα δέντρα και καθίσαμε να αγναντεύουμε τις ομορφιές - θάλασσα και ωραίες γυναίκες.
Σαν βράδιασε ο Δημήτρης και ο Αργύρης ξεκίνησαν για μια δίωρη βόλτα στην πόλη. Ο Χρύσανθος κι εγώ μείναμε να φυλάμε τις σκηνές, γιατί δεν ήμασταν μόνοι μας εκεί και είχαμε και πράγματα αξίας. Αφού επέστρεψαν γύρω στις 23:00 ξεκινήσαμε εμείς. Κάναμε βόλτες στην υπόλοιπη πόλη, στα γραφικά ταβερνάκια της,στις κατάμεστες disco, στα στενά ανηφορικά δρομάκια. Γύρω στις 00:40 επιστρέψαμε και πέσαμε αμέσως στη θάλασσα. Τα φώτα της Λίνδου έπεφταν στα νερά καθώς και τα άστρα και παρουσίαζαν ένα απίθανο θέαμα. Δε σας κρύβω ότι στην αρχή τρόμαξα εξαιτίας των φυσσαλίδων που δημιουργούνταν από εμάς και οι οποίες έλαμπαν σαν φωτάκια και έμοιαζαν εξωπραγματικές... Αφού απολαύσαμε το μπάνιο μας πέσαμε για ύπνο. Ήταν μια ημέρα ΓΕΜΑΤΗ!
Στις 7 το πρωί ήμουν ήδη στο πόδι και είχα βουτήξει στα νερά της θάλασσας απολαμβάνοντας το μπάνιο μου. Ανοίχτηκα λίγο στα βαθιά, βουτούσα να φτάσω στο βυθό της, πλατσούριζα σαν μικρό παιδί και της χαλούσα την ησυχία της. Ήμουν ο μοναδικός που κολυμπούσα και όμως δεν την άφηνα σε ησυχία! Κοιτάζοντας μια στιγμή προς την παραλία είδα τον Αργύρη να κολυμπάει και με γρήγορες απλωτές έφτασα κοντά του, κολυμπήσαμε για λίγο μαζί και μετά του πρότεινα να παίξουμε freesbee, κάτι που δέχτηκε. Παίξαμε μάλιστα ένα καινούριο παιχνίδι. Οκαθένας σημάδευε τον άλλο που στεκόταν σε απόσταση 20 μέτρων σε σχήμα σταυρού και νικητής θα ήταν όποιος συμπλήρωνε πρώτος δέκα χτυπήματα στον άλλο. Μέχρι να τελειώσουμε το παιχνίδι είχαν ξυπνήσειι και οι υπόλοιποι δύο. Βγήκαμε έξω και καθίσαμε κοντά τους κάτω από τα δέντρα. Ο Χρύσανθος πήγε να βουτήξει, ενώ οι άλλοι είπαμε να ξυριστούμε. Ο Χρύσανθος χάθηκε πίσω από ένα κότερο και υποθέσαμε ότι θα πήγε στους γυμνιστές. Έτσι μόλις τελειώσαμε το ξύρισμα συμφωνήσαμε να πάμε να τον βρούμε όλοι μαζι εκεί.
Μια και δυο κινάμε εγώ και ο Δημήτρης από τη θάλασσα και ο Αργύρης από την ξηρά, πάνω από τα βράχια στα δεξιά του όρμου. Απολαμβάνοντας την υπέροχη θάλασσα φτάσαμε στους βράχους των γυμνιστών, όπου μας περίμενεν ο Αργύρης. Βγαίνοντας από τη θάλασσα πάτησα και έναν αχινό, τον πρώτο και τελευταίο στη Ρόδο. Μια έκπληξη μας περίμενε εκεί που μας έκανε και να ανησυχίσουμε λίγο. Ο Χρύσανθος δεν ήταν εκεί. Ίσως να συνέχισε για πιο βαθιά, υποθέσαμε, και αποφασίσαμε να μείνουμε κάνοντας γυμνισμό, όχι όλοι, βέβαια...
Η ώρα περνούσε εντωμεταξεί και ο Χρύσανθος δε φανόταν. Τελικά μετά από μία ώρα από τη στγμή που φτάσαμε στους γυμνιστές τον είδαμε να έρχεται με τη μηχανή στα χέρια. Τον ρωτήσαμε πού χάθηκε και μας είπε πως είχε κολυμπήσει μέχρι τα βράχια της εισόδου του όρμου - πολύ μεγάλη απόσταση - και πως μην έχοντας κουράγιο να κολυμπήσει άλλο βγήκε στα αριστερά του όρμου στα βράχια με πολλές δυσκολίες. Από εκεί και περπατώντας ξυπόλητος πάνω σε καυτές πέτρες και αγκάθια έφτασε στο μέρος που κατασκηνώναμε. Όταν δε μας βρήκε εκεί, υπέθεσe ότι τους είχα παρασύρει για γυμνισμό και παίρνοντας τη μηχανή του ήρθε δια ξηράς - πού να ξαναμπεί στη θάλασσα! Φωτογραφιθήκαμε ανάμεσα στους γυμνιστές - μην περιμένετε φωτογραφίες - και μέσα στη σπηλιά. Βλέποντας να έρχονται τα καραβάκια από τη Ρόδο και περιμένοντας να έρθουν οι Βελγίδες εγώ και ο Δημήτρης βουτήξαμε να τις βρούμε, ενώ οι άλλοι δύο θα έρχονταν με τα πόδια.. Τελικά ο Βελγίδες δεν ήρθαν. Καθίσαμε όλοι κάτω από τη σκιά των δέντρων και γευματίσαμε. Μετά εγώ και ο Χρύσανθος αποφασίσαμε να επισκεφτούμε την ακρόπολη της Λίνδου. Οι υπόλοιποι δε μας ακολούθησαν.
'Οπως είναι φυσικό πήραμε μαζί τη φωτογραφική μηχανή και βγάλαμε αρκετές φωτογραφίες και μέσα στη Λίνδο, που είναι ένα στολίδι για το νησί με τις τόσες φυσικές ομορφιές της. Για να ανέβουμε δεν πήραμε γαϊδουράκι, γιατί ήταν αρκετά ακριβό (150 δραχμές το άτομο μόνο το ανέβασμα) και γιατί θέλαμε να κάνουμε τη διαδρομή αυτή με τα πόδια, για να απολαύσουμε τη διαδρομή και τη θέα της με όλη μας την ησυχία. Κατά μήκος της διαδρομής προς την κορυφή ήταν απλωμένα στην αγοραστική μανία των τουριστών διάφορα τουριστικά είδη-σουβενίρ. Καθώς ανεβαίναμε μπροστά μας υψώνονταν πανύψηλη και αγέρωχη η ακρόπολη με τα τείχη της, αριστερά μας σαν ζωγραφιά ο όρμος με τα καταγάλανα νερά του και πίσω και δεξιά μας άσπριζε ο τόπος από τα κάτασπρα σπιτάκια της Λίνδου. Φτάνοντας στην ακρόπολη πληρώσαμε το αντίτιμο του εισιτηρίου και μπήκαμε. Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε ένα ανάγλυφο καράβι σκαλισμένο στα βράχια αριστερά μας όπως ανεβαίναμε.
Ακολούθησε μια περιήγησή μας στο βράχο. Η θέα ήταν τρομερή. Αντικρίσαμε και τον ορμίσκο του Αγίου Παύλου από ψηλά στα δεξιά της ακρόπολης, μια μικρογραφία του όρμου που είχαμε κατασκηνώσει, και στον οποίο πήγαινε κανείς από την αντίθετη μεριά του χωριού από αυτήν που είχαμε επιλέξει εμείς.
Αφού τελειώσαμε την περιήγηση στον αρχαιολογικό χώρο και βγάλαμε και τις απαραίτητες φωτογραφίες, κατηφορίσαμε όχι από εκεί που ανεβήκαμε αλλά από ένα άλλο μονοπάτι που οδηγούσε απευθείας στις σκηνές μας. Φτάνοντας βουτήξαμε στη θάλασσα αμέσως, για να δροσιστούμε. Βγήκαμε, είπαμε στο Δημήτρη και τον Αργύρη τις εντυπώσεις μας και, αφού συμφωνήσαμε να φύγουμε με το λεωφορείο των 18:00 για την ακτή Τσαμπίκας, πέσαμε να ξεκουραστούμε για λίγο. Μάλιστα εκεί που ξάπλωσα βρήκα 45 δραχμές σε κέρματα!
Γύρω στις 17:45 σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να μαζεύουμε τα πράγματά μας. Διπλώθηκαν οι σκηνές, μαζεύτηκαν τα sleeping bag, οι πετσέτες και ό,τι άλλο και, αφού ζαλωθήκαμε τα σαμάρια μας, ανηφορίσαμε και φτάσαμε στην κεντρική πλατεία της Λίνδου. Καθίσαμε κάτω από τη δροσιά του πλατανιού και σε λίγο ήρθε το λεωφορείο. Τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και πιάσαμε τις πρώτες θέσεις, ώστε να ευχαριστηθούμε τη διαδρομή. Δώσαμε στον εισπράκτορα τις απαραίτητες εξηγήσεις για το πού θέλουμε να κατεβούμε και σε μία ώρα περίπου αποχαιρετούσαμε το λεωφορείο.
Η ακτή από εκεί που κατεβήκαμε απείχε 2 χιλιόμετρα. Κατηφόρα ήταν, οπότε σε 30΄ ήμασταν κάτω. Αυτό που μας περίμενε ήταν κάτι το απίθανο! Μια τεράστια παραλία στρωμένη με ολόχρυση άμμο είχε ανοίξει την αγκαλιά της να μας υποδεχτεί. Το μήκος της θα ήταν γύρω στα 2.000 μέτρα και το πλάτος της 100-150 μέτρα. Δεξιά και αριστερά της υπήρχαν βουναλάκια. Στα αριστερά της στους πρόποδες ενός βουνού υπήρχε το μόνο κτήριο σε ολόκληρη την παραλία. Ήταν ένα εστιατόριο όπου έβρισκαν τροφή και δροσιά οι επισκέπτες της θαυμάσιας αυτής παραλία και οι οποίοι έμεναν εδώ μέχρι τις 17:00, ενώ σπάνια συναντούσες από καμιά παρέα με αυτοκίνητο δικό της μετά τις 19:00. Γι' αυτό και τώρα που ήρθαμε εμείς δεν υπήρχε παρά μόνο ένα αμάξι και το αμάξι του ιδιοκτήτη του μαγαζιού.
Αποφασίσαμε να μείνουμε στα δεξιά της παραλίας ανάμεσα σε κάτι βράχια, τα οποία θα μας προφύλαγαν και από τον ήλιο (σε όλη την έκταση της παραλίας δεν υπήρχαν δέντρα) και από την άμμο, σε περίπτωση που θα σηκώνονταν αέρας το βράδυ. Πιάσαμε λοιπόν την παραλία γιαλό γιαλό και σε 20΄ φτάσαμε στο μέρος που θέλαμε. Εκεί βρήκαμε δύο αγόρια που δεν ξέραμε τι ήταν. Χωρίς να τους μιλήσουμε, γιατί, μόλις μας είδαν, πήγαν να ντυθούν (έκαναν μπάνιο γυμνοί), αφήσαμε τις αποσκευές μας κάτω και ψάξαμε και βρήκαμε ο καθένας από ένα μέρος όπου θα κοιμόμασταν το βράδυ, χωρίς να στήσουμε σκηνές. Πιο τυχερός από όλους ήταν ο Δημήτρης.
Εντωμεταξύ ο Χρύσανθος πήγε προς τη θάλασσα. Τα δυο παιδιά τον ρώτησαν: "Do you speak English?" και αυτός μην ξέροντας απάντησε: "Io Greco". Ακολούθησαν γέλια και η γνωριμία ήρθε από μόνη της. Και τα παιδιά ήταν Έλληνες και μάλιστα φαντάροι που περνούσαν την άδεια τους κάνοντας μπάνια στη Ρόδο, όπου και υπηρετούσαν. Πώς καταντήσαμε, να μιλάμε στη χώρα μας στα αγγλικά, για να συνεννοηθούμε με Έλληνες! Συζητήσαμε για λίγο. Ο ένας από αυτούς είχε ένα μυστήριο μαχαιράκι και μας προκάλεσε να το ανοίξουμε. Όσο και να προσπαθήσαμε, δεν τα καταφέραμε. Φεύγοντας μας άφησαν μισό καρπούζι.
Σε λίγο βουτήξαμε στη θάλασσα. Και εδώ τα νερά ήταν υπέροχα και οι αχτίδες του ήλιου τα έδιναν χίλια δυο χρώματα, χίλιες δυο αποχρώσεις του μπλε και του πράσινου. Η θάλασσα βάθυνε ομαλά και στα πόδια μας νοιώθαμε μια χοντρούτσικη άμμο, ενώ υπήρχαν και ψαράκια που γλιστρούσαν ανάμεσα στα πόδια μας. Παίξαμε σαν μικρά παιδιά και ύστερα βγήκαμε να στεγνώσουμε.
Φτάνοντας στο μέρος όπου θα κοιμόμασταν το βράδυ μας δημιουργήθηκε μια απορία, με βάση την εικόνα που βλέπαμε. Μέχρι τη μέση και παραπάνω του βουνού υπήρχε άμμος. Αναρωτιόμασταν λοιπόν πώς βρέθηκε τόσο ψηλά και η απάντηση δεν άργησε να μας δοθεί. Σηκώθηκε ένα αεράκι που φυσούσε από τα αριστερά της παραλίας προς τα δεξιά, από το εστιατόρο δηλαδή προς το μέρος μας και μετέφερε τόση άμμο και με τέτοια ταχύτητα που ένοιωθες να σε τρυπάνε χιλιάδες βελόνες. Πήγαμε ανάμεσα στα βράχια για προφύλαξη και ετοιμαστήκαμε για το βραδυνό μας, ψαρικά, αλλαντικά, όσπρια και ντολμαδάκια, σε κονσέρβα φυσικά. Για επιδόρπιο είχαμε γεμιστά ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, που τα απολαμβάναμε ατενίζοντας τη θάλασσα. Ο Δημήτρης άρχισε να μαζεύει πέτρες, με τις οποίες έγραψε έναν μεγάλο JIM και να βγει φωτογραφία καθισμένος πίσω από τα γράμματα.
Ήρθε το βράδυ, ο ουρανός ντύθηκε τ' άστρα του, αλλά η περιοχή γέμισε κουνούπια αιμοδιψή. Μαρτύριο κανονικό, αλλά ακόμη μεγαλύτερο άρχισε να μας βασανίζει... ΔΙΨΑ, ΔΙΨΑ, ΔΙΨΑ. Ε, με αυτά που φάγαμε τι περμέναμε. Το νερό μας το εξαντλήσαμε ήδη και το μαρτύριο άρχισε να μας καταβάλει... Από το εστιατόριο στην απέναντι πλευρά της παραλίας, όπου άναβαν ακόμη λίγα φώτα, μας έκαναν σινιάλο και εμείς τους απαντήσαμε. Όταν το μαρτύριο έγινε αβάσταχτο, αποφασίσαμε ο Δημήτρης κι εγώ να πάμε και να ζητήσουμε νερό. Πήραμε λοιπόν ένα φακό και κινήσαμε. Πριν προλάβουμε να δανύσουμε 100 μέτρα, το φως στο εστιατόριο έσβησε. Είχαμε να διανύσουμεμ άλλα 1.900 περίπου και ο ουρανός είχε καλυφτεί από αραιά σύννεφα. Ανάψαμε το φακό και παίζοντςα με τα καβούρια που είχαν βγει στην ακροθαλασσιά φτάσαμε στο κτίριο. Ευτυχώς ο φόβοι μας για παρουσία σκύλου δεν επιβεβαιώθηκαν. Υπήρχε μόνο ένα χαριτωμένο και παιχνιδιάρικο κουταβάκι. Σε ένα χώρο κάτι σαν δωμάτιο κοιμόταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Βρύση δε βλέπαμε πουθενά έξω από από το εστιατόριο. Ψάξαμε και σε λίγο βρήκαμε μια στην τουαλέτα. Ήπιαμε, γεμίσαμε τα παγούρια μας και ξεκνήσαμε για πίσω. Τώρα όχι μόνο πα΄ζαμε με τα καβούρια, αλλά πιάναμε κιόλας τα μεγάλα, για να τα μαγειρέψουμε την επομένη. Κάναμεμ σινιάλο με το φακό στους άλλους δύο, αλλά απάντηση δεν πήραμε. Όταν φτάσαμε, τους βρήκαμε να κοιμούνται. Τους ξυπνήσαμε και τους δώσαμε νερό να ξεδιψάσουν. Κάναμε μάλιστα και πλάκα στο Χρύσανθο με τα καβούρια που έδειχνε να τα φοβάται.
Για την επομένη είχαμε συμφωνήσει να ανεβούμε σε ένα ωκκλήσι πυ ήταν στην κορυφή του βουνού περίπου πάνω από το εστιατόριο, στα αριστερά της παραλίας. Ήταν το ξωκκλήσι της Παναγιάς της Τσαμπίκας, όπως το έλεγαν.
Εντωμεταξύ παρουσιάστηκε μια διαφωνία ανάμεσα στο Δημήτρη και τον Αργύρη, καθώς ο δεύτερος ήθελε να γυρίσει στηη Ιαλυσό την επομένη κιόλας και να μην ακολουθήσει το πρόγραμμα που είχαμε συμφωνήσει (μπήκε γυναίκα στη μέση, μάλλον), γεγονός που μας λύπησε και στενοχώρησε ιδιαίτερα το Δημήτρη. Το θέμα δε λυνόταν και πέσαμε για ύπνο.
Ο ήλιος έριξε τις πρώτες κοκκινωπές του ακτίνες επάνω μου καλημερίζοντάς με. Το θέαμα της ανατολής ήταν φαντασμαγορικό. Ξύπνησα γρήγορα γρήγορα και τους υπόλοιπους, για να απαθανατίσουν τη φυσική ομορφιά.
Μετά από τις απαραίτητες ετοιμασίες και αφού πήραμε μαζί μας τα παγούρια με το νερό, τη φωτογραφική μηχανή του Χρύσανθου και φορέσαμε και οι τρεις αθλητικά παπούτσια και κάλτσες χοντρές, ξεκινήσαμε να πατήσουμε το βουνό με το εκκλησάκι του.
Δε θα πηγαίναμε, φυσικά, από το δρόμο που οδηγούσε προς αυτό, αλλά από την πλαγιά του βουνού (ας το λέω έτσι, έστω και αν το υψόμετρό του είναι περίπου 500 μέτρα). Πρώτα, βέβαια, έπρεπε να κάνουμε τη διαδρομή που είχαμε κάνει ο Δημήτρης κι εγώ το προηγούμενο βράδυ και πίσω περίπου από το εστιατόριο να αρχίσουμε αν ανηφορίζουμε.
Τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν όσο βαδίζαμεμ παράλληλα με την ακροθαλασσιά. Θέμα συζήτησης ήταν και ο Αργύρης με την απόφασή του να φύγει και να επιστρέψει στην Ιαλυσό...
Φτάσαμε στη βάση του βουνού σε 40΄ και ξεκινήσαμε. Σε λίγη ώρα από τη ζέστη βγάλαμε τα φανελάκια μας και ανεβαίναμε γυμνοί από τη μέση και επάνω. Μπροστά πήγαινε ο Δημήτρης (από τότε φαινόταν ότι θα γινόταν δεινός ορειβάτης) και οι άλλοι δύο ακολουθούσαμε., ενώ είχαμε και εναλλαγές Σχετικά εύκολη ανάβαση, αν και φτάνοντας στα αριστερά της κορυφής, από όπου μπορούσαμε να προσεγγίσουμε την κορυφή, συναντήσαμε βράχια που λίγο μας ζόρισαν.
Αφού ξεπεράσαμε το εμπόδιο των βράχων, βγήκαμε στα αριστερά της κορυφογραμμής και μπήκαμε στο δρόμο που οδηγούσε στο ξωκκλήσι. Συναντήσαμε μαι ηλικιωμένη γυναίκα - πάνω από 65 ετών - που πήγαινε κι αυτή στο ξωκκλήσι πάνω στο γαϊδουράκι της. Πιάσαμε κουβέντα και μας εκμυστηρεύτηκε το λόγο που την έκανε να ανέβει εκεί. Ήταν από τον Αρχάγγελο, ένα χωριό σχετικά κοντά στο ξωκκλήσι, και πήγαινε να ανάψει κεράκι στην Παναγία την Τσαμπίκα, όπως την είχε παρακαλέσει ο γιος της και η σύζυγός του που ζούσαν στις Η.Π.Α. Ο λόγος ήταν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν παιδί και ήθελε μέσω της μητέρας του να κάνει ένα τάμα και να ζητήσει τη βοήθεια της Θεομήτορος. Ανεβήκαμε παρέα, μας έδωσε νερό να πιούμε - το δικό μας μας είχε ήδη τελειώσει - και μας ξενάγησε στο ξωκκλήσι. Άναψε τα κανδήλια, ανάψαμε όλοι μας κερί, προσκυνήσαμε τις εικόνες και γράψαμε τα στοιχεία μας στο βιβλίο επισκεπτών. .
Μας ζήτησε κατόπιν με δισταγμό να της κάνουμε μια χάρη, να τη φωτογραφίσουμε και να της ταχυδρομήσουμε τις φωτογραφίες, για να τις στείλει στο γιο της στην Αμερική ως απόδειξη του ότι όντως έκανε το θέλημά του, αλλά και για να νιώσει ο γιος ότι συμμετείχε στο τάμα Το κάναμε με χαρά και της έστειλα τις φωτογραφίες στη διεύθυνση που μας έδωσε, αφού επιστρέψαμε στη Θεσσαλονίκη και ο Χρύσανθος τις είχε εμφανίσει. Ποια ήταν η εξέλιξη αυτής της ιστορίας της μητέρας; Είναι πολύ συγκινητική! Αρκετούς μήνες μετά, περίπου πριν τα Χριστούγεννα, έλαβα ένα γράμμα που με παραξένεψε. Αποστολέας ήταν κάποια Ανθούλα Μπομπού. Το όνομα δε μου θύμιζε τίποτε. Το άνοιξα με περιέργεια και το διάβασα. Δε σας κρύβω ότι δάκρυσα... Η Ανθούλα Μπομπού ήταν η μητέρα που είχε ανεβεί στο ξωκκλήσι για το τάμα του γιου της και μου έγραφε χιλιοευχαριστώνας μας ότι επιτέλεους το τάμα και η προσευχή της είχαν εισακουστεί και πως η νύφη της ήταν έγκυος. Μάλιστα μας έστελνε και τις ιδιαίτερες ευχαριστίες του γιου της.
Επιστρέψαμε από το δρόμο τρέχοντας και φτάσαμε στον κεντρικό που συνδέει τη Λίνδο με τη Ρόδο. Εκεί μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη, κάτι που υποψιαζόμασταν αλλά δε θέλαμε να το πιστέψουμε... Ο Αργύρης ήταν στη στάση και περίμενε το λεωφορείο για Ρόδο. Μας δικαιολογήθηκε ότι έπρεπε να γυρίσει στο Φώτη για προσωπικούς λόγους... Ας πάει στο καλό! Μείναμε λοιπόν τρεις, εγώ ο Στάθης, ο Χρύσανθος και ο Δημήτρης. Συνεχίσαμε το τρέξιμο έως τα πράγματά μας. Απολαύσαμε ένα μπανάκι στα δροσερά νερά της θάλασσας, ξεκουραστήκαμε για λίγο και μετά ετοιμάσαμε στα σακίδιά μας και κινήσαμε να βγούμε στον κεντρικό δρόμο. Μεσημέρι και ο ήλιος έκαιγε λιγάκι. Προορισμός μας ήταν η τοποθεσία Επτά Πηγές και Πεταλούδες.
Αφού μας βρήκε, προχωρήσαμε όλοι μαζί για τον προορισμό μας. Φτάσαμε και μας περίμενε μια "δροσερή αγκαλιά". Παντού πλατάνια και νερά να κυλάνε δεξιά και αριστερά. Σταματήσαμε κάτω από έναν μεγάλο πλατάνι και, αφού πλυθήκαμε με το παγωμένο νερό που έτρεχε από μια πηγή, καθίσαμε να γευματίσουμε. Δεν πρέπει να παραλείψω ότι, όση ώρα πλυνόμασταν, τουρίστες μας φωτογράφιζαν και κυρίως εμένα, κάτι που έκανε τους άλλους δύο να με "πειράζουν". Μετά το γεύμα ξαπλώσαμε στη σκιά των πλατανιών και απολαμβάναμε τον ήχο των νερών που κυλούσαν γύρω μας. Σε μισή ώρα σηκωθήκαμε και κινήσαμε για τα Κολύμπια. Επειδή δε βρήκαμε μέσον να μας μεταφέρει έως εκεί, μας έσωσαν τα πόδια μας. Ποδορόδρομο, λοιπόν, έως εκεί, για να πάρουμε το λεωφορείο για Φαληράκι.
Όσο περιμέναμε το λεωφορείο, δοκιμάσαμε οτοστόπ και για καλή μας τύχη σταμάτησε και μας πήρε ένας πατριώτης μου από Έδεσσα. Καλός κύριος! Μας μετέφερε αρχικά στο Φαληράκι, όπως του ζητήσαμε, και κατόπιν προσφέρθηκε να μας δείξει και την Καλλιθέα. Μας πήγε, λοιπόν, εκεί και, αφού μας είπε δυο λόγια για το μέρος, μας άφησε και συνέχισε το δρόμο του. Η Καλλιθέα είναι ένα ωραίο μέρος με αραβικά κτίρια και φοίνικες ένα γύρω. Κάναμε μια βόλτα και ψάξαμε πού μπορούσαμε να κολυμπήσουμε. Βράχια παντού και η θάλασσα δεν ήταν και τόσο καλή. Τέλος πάντων, κάναμε μαι βουτιά και μετά φεύγουμε γα Φαληράκι, για να βρούμε πού θα μείνουμε σήμερα το βράδυ. Αποφασίσαμε να κατασκηνώσουμε ανάμεσα στην Καλλιθέα και το Φαληράκι. Στο ενδιάμεσο συναντήσαμε ένα σνακμπάρ, το προσπεράσαμε και λίγο παρακάτω πέσαμε πάνω σε κάτι βολικό για μας, δηλαδή σε καθίσματα με μαξιλάρες και τέντα από πάνω για τον ήλιο, για μας για τη βραδινή δροσιά της θάλασσας. Βολευτήκαμε και κουρασμένοι όπως ήμασταν από όσα ζήσαμε σήμερα αποκοιμηθήκαμε γρήγορα απολαμβάνοντας έναν υπέροχο ύπνο.
Το πρωί ο ήλιος μας ξύπνησε χαϊδεύοντάς μας με τις αχτίδες του. Ωραίο ξύπνημα και ακόμη καλύτερα θα εξελισσόταν, διότι σήμερα η ημέρα ήταν αφιερωμένη όλη στη γνωριμία μας με το Φαληράκι, μαι κοσμοπολίτικη κωμόπολη της Ρόδου. Άρα δε θα είχε τρεξίματα...
Ξανασμίξαμε με χαρά και άρχισε ο Αργύρης να μας διηγείται το καμάκι, στο οποίο είχε επιδοθεί όσο ήμασταν μακριά του. Το βράδυ μας οδήγησε στη Disco J FIX, όπου υπήρχε μαι θάλασσα γυναίκες κάθε εθνικότητας, χρώματος, ομορφιάς και γοητείας. Χορέψαμε με την ψυχή μας, κάναμε το καμάκι μας - αλλά δυστυχώς τζίφος - και κάποια ώρα γύρω στις 03:00 αποφασίσαμε να επιστρέψουμε. Κατά την επιστροφή ο Αργύρης παραλίγο να έρθει στα χέρια με μια παρέα τουριστών, διότι κολλούσε άγρια σε μια κοπέλα της παρέας τους. Μάλιστα ακούσαμε μετά από ημέρες και το σλόγκαν του "Μηγιάκηηηηηηηηηης"... Τέλος επιστρέψαμε στο στέκι μας και εγώ με το Χρύσανθο πήγαμε για ύπνο στην παραλία, στις ξαπλώστρες του Aura Beach. Στο δρόμο για την παραλία μάς συνέβη ένα απρόοπτο: ο Χρύσανθος μέσα στο σκοτάδι πάτησε πάνω σε άμμο σε μια γωνιά του δρόμου, αλλά για κακή του τύχη κάτω από την άμμο κρυβόταν ασβέστης... Καταλαβαίνετε πόσο άσπρισαν τα παπούτσια του!
Ο ήλιος μας άγγιξε με τις ακτίνες του και μας ξύπνησε... Ωραία η ανατολή με τον ήλιο να "κολυμπά" στα γαλάζια νερά του Αιγαίου και να μας καλεί να του κάνουμε παρέα. Σκουντάω το Χρύσανθο να ξυπνήσει και τρέχουμε και οι δύο για μια βουτιά. Απολαύσαμε τα δροσερά νερά της θάλασσας και στη συνέχεια πήγαμε και ξυπνήσαμε και το Δημήτρη με τον Αργύρη.
Το πρόγραμμα σήμερα ήταν αρκετά γεμάτο. Θα κάναμε επίσκεψη στην περίφημη κοιλάδα των πεταλούδων και στην αρχαία Κάμιρο. Για μέσο σκοπεύαμε να νοικιάσουμε μοτοποδήλατα. Από τότε που ήρθαμε στη Ρόδο, βλέπαμε να οδηγούν μοτοποδήλατα ακόμη και ανήλικοι τουρίστες. Σκεφτήκαμε λοιπόν ότι θα ήταν κάτι το απλό το να νοικιάσουμε κι εμείς από ένα και να κάνουμε τη βόλτα μας στη βόρεια πλευρά του νησιού. Διαβάστε όμως τη συνέχεια να μάθετε τι τραβήξαμε για να μπορέσουμε να το πετύχουμε!
Αρχικά πήγαμε σε ένα ξενοδοχειακό συγκρότημα εκεί κοντά, μπροστά στο οποίο υπήρχε μια επιχείρηση ενοικίασης μοτοποδηλάτων. Παρουσιαστήκαμε όλοι μαζί και ζητήσαμε να νοικιάσουμε. Ο επιχειρηματίας μάς ζήτησε διπλώματα που δεν είχαμε. Μας είπε ότι δεν μπορεί να μας νοικιάσει χωρίς αυτά και στην εύλογη απορία μας γιατί νοικιάζει σε ξένους χωρίς να ζητάει δίπλωμα απάντησε ότι για του τουρίστες ίσχυε άλλο καθεστώς, πιο ανεκτικό. Πήραμε το μάθημά μας και προχωρώντας προς την επόμενη επιχείρηση ενοικίασης συμφωνήσαμε να παραστήσουμε τους τουρίστες. Έλα όμως που δε μιλούσαν αγγλικά ο Χρύσανθος και ο Αργύρης! Έτσι αναλάβαμε ο Δημήτρης κι εγώ να το κάνουμε και να πάμε αναγκαστικά σε δύο επιχειρήσεις. Στην πρώτη που πήγαμε τα πράγματα ήταν πανεύκολα... Βάρδια είχε μια ηλικιωμένη γυναίκα και εύκολα την ξεγελάσαμε με τα αγγλικά μας υποδυόμενοι του Ούγγρους. Εγώ ήμουν ο Νέμεθ, ο Δημήτρης δε θυμάμαι... Όταν μας ζήτησε διαβατήρια, δικαιολογηθήκαμε ότι τα είχαμε ξεχάσει στο ξενοδοχείο και δώσαμε τα στοιχεία μας σαν Ούγγροι που μέναμε στο Aura Beach. Συμφωνούμε στην τιμή, 300 δραχμές την ημέρα για το καθένα, και τα καβαλάμε και φεύγουμε. Παρακάτω ανεβάζουμε και τους άλλου δύο και προχωράμε ώσπου να βρούμε το επόμενο "θύμα" μας. Νομίσαμε ότι το βρήκαμε στην είσοδο της Ρόδου, αλλά παραλίγο να την πατήσουμε... Μάλλον του επιχειρηματία του κίνησε τις υποψίες η εμφάνισή μας και η προσφορά μας - τώρα ήμασταν Ιρλανδοί - και παραλίγο να μας ξεμπροστιάσει με τις ερωτήσεις του. Αλλά, όταν κάναμε τους θιγμένους και πήγαμε να φύγουμε, μας φώναξε και, παρά το ότι δεν είχε πεισθεί για όσα του λέγαμε, μας νοίκιασε δύο μοτοποδήλατα. Τα πήραμε και φύγαμε να συναντήσουμε το Χρύσανθο και τον Αργύρη που μας περίμεναν κρυμμένοι λόγο παρακάτω. Ουουουουουουουφφφφφφφφφφ... τα καταφέραμε! Πέρασαν περίπου 2 ώρες... Ώρα να φύγουμε για Πεταλούδες!
Τέρμα τα γκάζια - μη νομίζετε ότι έτρεχαν περισσότερο από 40 km - και, αφού φτάσαμε στη στροφή για Πεταλούδες, οδηγούμε όλοι μες στην τρελή χαρά, τόσο που προσπεράσαμε την τοποθεσία και ανεβήκαμε ψηλότερα. Ο δρόμος χωμάτινος με αρκετές πέτρες και μάλιστα μεγάλες. Ο πιο μικρός και πιο τρελός της παρέας, ο Αργύρης, τα κατάφερε να χτυπήσει σε μια πέτρα και να πέσει. Χτύπησε το χέρι του, μάτωσε και λίγο, αλλά έπαθε ζημία και το μοτοποδήλατο. Τέλος πάντων, περιποιηθήκαμε λίγο το χέρι του, ισιώσαμε το τιμόνι και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε για τις Πεταλούδες.
Τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού με το τρένο για Θεσσαλονίκη. Ο συρμός ξεκίνησε στις 09:30΄ και σε 7-8 ώρες θα έφτανε στη Θεσσαλονίκη. Το ταξίδι μας έλαβε τέλος, όμορφο τέλος και αρχή για άλλες εξορμήσεις ανά την Ελλάδα!
Ημέρες πριν το ταξίδι...
Σε μια από τις επισκέψεις μου στο Χρύσανθο έμαθα ότι γυρεύει παρέα για μια εκδρομή στα νησιά ή σε νησί, ανάλογα με το πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση. Αμέσως δήλωσα ότι θα τον ακολουθούσα (είχε πάει το 1979 στην Κέρκυρα, είχε ατομική σκηνή, όλα τα απαραίτητα για free camping και επιπλέον πείρα, στοιχεία που προμηνούσαν ευχάριστη εκδρομή). Εντωμεταξύ είχα κανονίσει να πάρω δέκα ημέρες άδεια από το εμπορικό όπου εργαζόμουν, αν και δεν τη δικαιούμουν (ας είναι καλά ο κ. Αντώνης...). Θα την έπαιρνα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου. Σιγά σιγά βρέθηκε και η υπόλοιπη παρέα, στην αρχή ο Δημήτρης και ένα γνωστό του παιδί, το οποίο όμως λίγες ημέρες αργότερα δεν ήθελε να έρθει λόγω των γεγονότων στη Ρόδο με το τουρκικό κρουαζιερόπλοιο, και στη συνέχεια προστέθηκε ο Αργύρης. Αρχίσαμε να συγκεντρωνόμαστε από 15 Ιουλίου συστηματικά, για να αποφασίσουμε πού μπορούμε να πάμε με 10 ημέρες άδεια που είχα εξασφαλίσει αλλά και τι θα μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας ο καθένας ατομικά. Αποφασίσαμε να πάμε στη Ρόδο, για την οποία τόσα και τόσα ακούγαμε, και ο καθένας έκανε από έναν κατάλογο των πραγμάτων που θα έπαιρνε μαζί του. Εγώ συμβουλεύτηκα το Χρύσανθο ως πιο έμπειρο. Αγόρασα ένα sleepping bag 1000 δραχμές και δανείστηκα το σακίδιο του ξαδέρφου μου του Παύλου. Αγόρασα επίσης ένα θερμός και ένα κουταλομαχαιροπειρουνοκατσαβιδοπριονοανοιχτηροτιρμπουσολιμοσύνεργο ( το έχω και το χρησιμοποιώ έως και τώρα που γράφω).
Όλες μας οι συναντήσεις γίνονταν στο σπίτι του Χρύσανθου και ήταν όλες μες στην τρελή χαρά αλλά και σοβαρές... Το Δημήτρη δεν τον γνώριζα πριν, τον Αργύρη τον πρωτοείδα στις 26 του Ιούλη, τρεις μόνο ημέρες πριν την αναχώρηση, ενώ το Χρύσανθο τον ήξερα πολύ καλά. Αποφασίσαμε πως θα πάμε στη Ρόδο. Θεσσαλονίκη Αθήνα με τρένο και κατόπιν Πειραιά και με καράβι για Ρόδο. Εκεί θα μας περίμενε ένας φίλος του Δημήτρη κατά πρώτο λόγο και του Χρύσανθου κατόπιν, ο Φώτης.
Ο Χρύσανθος και ο Δημήτρης επειδή είχαν περισσότερο καιρό άδεια αποφάσισαν να πάνε και στη Σκιάθο-Σκόπελο για τρεις τέσσερις ημέρες, απόφαση που έκαναν πραγματικότητα. Εγώ ανέλαβα να αγοράσω τα εισιτήρια του πλοίου από το πρακτορείο ταξιδίων POLARIS (Παύλου Μελά, Θεσσαλονίκη).
Έχω να θυμάμαι σχετικά με αυτό ένα πολύ διασκεδαστικό μπέρδεμα! Είχαμε συμφωνήσει να μου δώσουν ο καθένας τα χρήματα που του αντιστοιχούσαν ή να μου τα ρίξουν κάτω από την πόρτα μου μέσα σε φάκελο ή να τα δώσουν στο Στέλιο, το συγκάτοικο του Χρύσανθου, για να μου τα φέρει αυτός. Λοιπόν, ούτε μου έδωσαν χρήματα (οι δύο είχαν φύγει ήδη για Σκιάθο-Σκόπελο) ούτε τα έριξαν κάτω από την πόρτα μου ούτε τα έδωσαν στο Στέλιο. Αναρωτιόμουν τι να συνέβη. Εντωμεταξύ εγώ το Σάββατο είχα πάει στο χωριό μου και στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη ήρθε ένας φίλος μου φαντάρος (είχε κλειδί) και υπέθεσα πως βλέποντας ότι έλειπα στο χωριό θα ερχόταν και αυτός εκεί, πως θα ε΄χε βρει τα χρήματα και θα μου τα έφερνε...μιλάμε για πολύ φαντασία, έτσι! Την Κυριακή το πρωί έφυγα για Θεσσαλονίκη και δεν τον συνάντησα. Του τηλεφώνησα, αλλά δεν τον βρήκα! Η αγωνία μου για το τι συνέβη κορυφωνόταν...ώσπου μου τηλεφώνησε ο Αργύρης, ο τέταρτος της παρέας, και μου είπε ότι τα χρήματα τα είχε αυτός. Καταλαβαίνετε... από τις τρεις λύσεις που είχαμε σκεφτεί ακολούθησαν την... τέταρτη. Τέλος πάντων, τελείωσε και αυτό!
Η τελευταία ημέρα στη Θεσσαλονίκη...
Την Πέμπτη 31 Ιουλίου γύρω στις 11 το πρωί μου τηλεφώνησε ο Χρύσανθος και μου είπε ότι είχαν γυρίσει από τη Σκιάθο-Σκόπελο, πως ο Δημήτρης πήγε να αγοράσει τα εισιτήρια του τρένου και ότι η συγκέντρωση για την αναχώρηση θα γινόταν στις 8 το πρωί στο σπίτι του. Από την ώρα εκείνη δεν κρατιόμουν... Κοίταζα τους δείκτες του ρολογιού μου να προχωρούν αγκομαχώντας, κοίταζα, μιλούσα, γέλαγα με τους πελάτες και τους συναδέλφους μου στο εμπορικό, η ώρα όμως δεν περνούσε, την ώρα εκείνη το μυαλό μου ήταν αλλού, ταξίδευε στη Ρόδο... Ζήτησα από τον εργοδότη μου να φύγω μια ώρα νωρίτερα, για να αρχίσω την προετοιμασία μου, μου έδωσε και 5000 δραχμές ως δάνειο που θα το επέστρεφα σταδιακά, τους χαιρέτησα και έφυγα για το σπίτι μου (Σπάρτης 10, περιοχή Ευζώνων).
Έφτασα και βρήκα τις αδερφές μου να μου τα έχουν όλα έτοιμα. Το μόνο που απέμενε ήταν να τα τακτοποιήσω όπως θα με βόλευε στο σακίδιο. Αφού έγινε κι αυτό ξάπλωσα να κοιμηθώ, γιατί με περίμενε ένα κουραστικό ταξίδι με το τρένο. Γύρω στις 19:00΄ ξύπνησα, φορτώθηκα το σακίδιό μου, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, αποχαιρέτησα τις αδερφές μου που ήταν στο ζαχαροπλαστείο της Κατερίνας - η σκέψη μου έμεινε για λίγο στην Ελένη που θα έμενε για 10 ημέρες μόνη στο σπίτι - άκουσα τα πειράγματα και τις ευχές τους για καλές διακοπές και ανηφόρισα για το σπίτι του Χρύσανθου, Χρυσοστόμου Σμύρνης 8, 3ος όροφος, όπου και δέχτηκα και πάλι πειράγματα από το Χρύσανθο, το Στέλιο τον Πολυχρόνη, το συγκάτοικό του και το Νίκο Νενέρογλου, ένα συνάδελφό του.
Το τρένο θα έφευγε στις 20:45΄, η ώρα ήδη ήταν 19:30΄ και οι άλλοι δύο της παρέας δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη. Αυτό μας ανησύχησε για λίγο, κάτι που σταμάτησε στις 19:45΄ που ακούστηκε το θυροτηλέφωνο και ακούσαμε τις φωνές τους να μας καλούν να κατεβούμε. Κατεβήκαμε, δώσαμε τα χέρια και φορτώσαμε τα σακίδιά μας στο αμάξι του Νίκου, ο οποίος θα μας πήγαινε ως το σταθμό με το SEAT. Επειδή δε χωρούσαμε όλοι αλλά και επειδή ήθελε να έρθει έως το σταθμό και ο Στέλιος, εγώ και ο Χρύσανθος πήραμε ταξί. Συζητήσαμε με τον ταξιτζή, αναφερθήκαμε σε γυναικοδουλειές και, μόλις φτάσαμε στο σταθμό μας ευχήθηκε να περάσουμε καλά, και έφυγε σε αναζήτηση του μεροκάματου. Περιμέναμε να έρθει ο Νίκος που άργησε λίγο και ανησυχήσαμε. Πέρασαν 5΄, 10΄ μα τίποτε. Ο Νίκος άφαντος. Αναρωτηθήκαμε μήπως του συνέβη κάτι. Ένας από εμάς έριξε την ιδέα να δούμε μήπως πάρκαρε λίγο πιο μακριά από εκεί που ήμασταν και εγώ πήγα να τον ψάξω. Τον είδα να περιμένει μαζί με το Στέλιο και ένοιωσα να λυτρώνεται η ψυχή μου από ένα βάρος. Φώναξα και τους άλλους τρεις, φορτωθήκαμε τα σαμάρια μας, αποχαιρετήσαμε και ευχαριστήσαμε τα παιδιά και με βήμα γρήγορο, ένα βήμα που θα μας οδηγούσε στα μέρη που ονειρευόμασταν, φτάσαμε στο τρένο και πήγαμε στις θέσεις μας, στο κουπέ μας. Στο σταθμό είχα και μια αναπάντεχη συνάντηση με το Γούλη από την Καλαμαριά, το θείο του συγκάτοικού μου του Γιώργου του Τραπεζανλίδη (Σούλης).
Στο τρένο Πέμπτη βράδυ 31 Ιουλίου
Αφού τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας, κάναμε βόλτες στο βαγόνι να δούμε τι κόσμος υπάρχει. Στο κουπέ μας ήταν ακόμη ένα ανδρόγυνο . Η ώρα της αναχώρησης πέρασε χωρίς να ξεκινήσει το τρένο. Κανείς δε μας εξηγούσε τι συνέβαινε και η ώρα κυλούσε βασανιστικά... Μέναμε με το τρένο στις ράγες και σταματημένο, κάναμε βόλτες πάνω κάτω συζητώντας για διάφορα θέματα με κύριο την αργοπορία του τρένου. Τελικά μετά από μία ώρα καθυστέρηση ξεκινήσαμε για την Αθήνα. Μάθαμε την αιτία της καθυστέρησης από μια οικογένεια Ιρακινών, να πώς.
Ήμασταν στην πόρτα του βαγονιού εγώ και ο Χρύσανθος όταν ήρθαν οι Ιρακινοί, ένας χοντρός καταϊδρωμένος πατέρας, μια παχουλή λιπαρή κυρία και ο γιος τους, ένα μελαψό αγόρι 13-14 ετών. Είχαν πολλές αποσκευές και τους βοηθήσαμε να τις ανεβάσουν στο βαγόνι. Μείναμε στην είσοδο του βαγονιού, όταν ακούσαμε φωνές. Προχωρήσαμε προς το μέρος που ακούγονταν και είδαμε πως οι Ιρακινοί είχαν μπει στο κουπέ μας και μάλωνε μαζί τους το ανδρόγυνο που ήταν μέσα. Πήγαμε κι εμείς, τους ρώτησα αν ξέρουν αγγλικά και τους εξήγησα ότι δε χωράνε στο δικό μας κουπέ και ότι θα έπρεπε να ψάξουν για άλλο. Ο πατέρας έψαξε, δε βρήκε τίποτε, ξαναγύρισε στο δικό μας, μας είπε ότι ήταν ταλαιπωρημένοι, γιατί το τρένο με το οποίο ταξίδευαν στη Βουλγαρία είχε ένα ατύχημα με θύματα και πως αυτή ήταν η αιτία της καθυστέρησης. Τους λυπηθήκαμε, τους δώσαμε τις θέσεις μας και εγώ με το Χρύσανθο βρήκαμε ένα άλλο κουπέ, στο ίδιο βαγόνι, και μείναμε εκεί.
Γνωριστήκαμε με τα παιδιά που ήταν μέσα, την Άννα και τον ξάδερφό της Χρίστο που πήγαιναν για Ίο, το Μάνο, Αθηναίο που δήθεν σπούδαζε σε κολέγιο στο εξωτερικό και ήταν όλο μεγάλα λόγια, και με ένα άλλο παιδί που δε μάθαμε το όνομά του και τον προορισμό του, αλλά από τα περιοδικά που διάβαζε ήταν μάλλον αναρχικός. Εντωμεταξύ υπήρχαν πολλοί άνευ θέσεων και, επειδή στο κουπέ μας υπήρχαν δύο κενές θέσεις, πολλοί μας πολιορκούσαν. Θέλαμε όμως να έχουμε λίγη άνεση, γι' αυτό και λέγαμε ότι στο κουπέ έχει θέση ακόμη ένας και πως ήταν στην τουαλέτα. Είχαμε συνεννοηθεί από πριν με τον Αργύρη και ο καημένος πηγαινοερχόταν πότε στο ένα και πότε στο άλλο κουπέ, για να φαίνονται γεμάτα. Αυτό το βιολί συνεχίστηκε μέχρι τη Λάρισα.
Για να μην κοιμηθούμε, παίξαμε όλοι εκτός του αναρχικού χαρτιά (αγωνία και λαχανόκηπο;), μιλήσαμε λίγο για τους αστερισμούς, για το πού σκοπεύουμε να πάμε και για πολλά άλλα. Όσο η νύχτα κυλούσε τόσο περισσότερο νυστάζαμε. Οι άλλοι της παρέας, ο Δημήτρης και ο Αργύρης είχαν κοιμηθεί. Το τρένο πήγαινε βασανιστικά αργά, Σταματούσε σχεδόν παντού. Έξω ήταν σκοτάδι, δεν έβλεπες τίποτε. Το ταξίδι γινόταν κουραστικό, σχεδόν βασανιστικό. Ήθελα να κλείσω για λίγο τα μάτια μου, μα δεν μπορούσα από τη ζέστη και τη έλλειψη χώρου.
Άφιξη στην Αθήνα Παρασκευή πρωί 1 Αυγούστου
Επιτέλους ξημέρωνε και μετά από 10 ώρες ταξίδι φτάσαμε στην Αθήνα. Αποχαιρετήσαμε τα παιδιά με τα οποία είχαμε μοιραστεί το κουπέ, δώσαμε ευχές να περάσουμε όλοι καλά και τραβήξαμε ο καθένας το δρόμο του. Ρωτήσαμε προς τα πού πέφτει η Ομόνοια, γιατί από εκεί θα παίρναμε τον ηλεκτρικό για τον Πειραιά, και αφού μας κατατόπισαν ξεκινήσαμε. Μας είπαν ότι ήταν μεγάλη η απόσταση μέχρι εκεί έτσι που ήμασταν φορτωμένοι μάλιστα, αλλά εμείς δεν υπολογίζαμε τον κόπο με τον ενθουσιασμό μας που μας έδινε φτερά στα πόδια. Έτσι όπως ήμασταν μέχρι και τη Ρόδο θα μπορούσαμε να φτάσουμε, που λέει και ο λόγος, αν γινόταν βέβαια. Πήραμε το δρόμο λοιπόν και πότε χαζεύοντας δεξιά και αριστερά και πότε ρωτώντας φτάσαμε στην Ομόνοια.
Εγώ επισκεπτόμουν την Αθήνα πρώτη φορά και η εντύπωση που μου δημιουργήθηκε ήταν πως φάνταζε κάπως αλλόκοτη σε σχέση με την άλλη μεγάλη πόλη της Ελλάδας όπου κατοικώ, τη Θεσσαλονίκη. Αλλόκοτοι οι δρόμοι, η κίνηση, οι άνθρωποι.
Πλατεία Ομόνοιας
Φτάσαμε επιτέλους στην Ομόνοια και ρώτησα μια τροχονόμο από πού θα πάρουμε τον ηλεκτρικό. Μας είπε το πού και πώς και κατεβήκαμε στο υπόγειο της πλατείας. Λογής λογής άνθρωποι κυκλοφορούσαν, κάθε καρυδιάς καρύδι... Νοιώσαμε την ανάγκη να πάμε τουαλέτα και το κάναμε με τη σειρά. Όση ώρα περίμενα άκουγα μια γυναίκα λαχειοπώλη να διαλαλεί την πραμάτεια της: "μια τετράδα στο 6, μια τετράδα στο 6", και, όταν την πουλούσε, "μια τετράδα στο 5, μια τετράδα στο 5". Μάλιστα κάνοντας πλάκα μεταξύ μας είπαμε πως θα φύγουμε όταν αρχίσει να λέει "μια τετράδα στο 4, μια τετράδα στο 4".
Στο μετρό συναντήσαμε και τα παιδιά του τρένου, την Άννα, το Χρίστο και το Μάνο, που, όπως κατάλαβα, τους είχε γίνει στενός κορσές.
Πήραμε εισιτήρια για Πειραιά, ανεβήκαμε στον ηλεκτρικό και κινήσαμε για το λιμάνι... Μέσα στο συρμό έγινε ένα γεγονός που αξίζει να το αναφέρω. Ο Χρύσανθος είχε περασμένο στη ζώνη του ένα μαχαίρι αρκετά μεγάλο, έτσι για προφύλαξη. Αυτό όμως θεωρείται παράνομο, αν δεν έχεις την ανάλογη άδεια, κάτι που δεν είχε, και κινδύνευε να βρεθεί στο φρέσκο, αν τον συναντούσε κανένας αστυφύλακας. Ευτυχώς μας προειδοποίησε ένας συνεπιβάτης, ο Χρύσανθος το έκρυψε και το θέμα έληξε εκεί.
Στον Πειραιά
Αργύρης και Στάθης περιμένοντας την επιβίβαση |
Στάθης και Δημήτρης |
Στο "ΟΜΗΡΟΣ"
Η ώρα ήταν 13:20΄ όταν επιβιβαστήκαμε. Είχαμε θέσεις Γ΄. Αφού τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και πιάσαμε θέσεις, βγήκαμε στο κατάστρωμα, στην πρύμνη, και περιμέναμε το σήκωμα της άγκυρας. Μπροστά μας ήταν ο Πειραιάς, ο Περαίας με τα χαμίνια και τση αλητόμαγκές του, με την κυκλοφοριακή του συμφόρηση, με τους τουρίστες του, με τη βουή του.
Ο χρόνος κυλούσε , η ώρα είχε πάει 14:15΄ και το πλοίο παρέμενε καρφωμένο στην προβλήτα. Πήγε 14:30΄, 15:00΄, 16:00΄, ο κόσμος άρχισε να διαμαρτύρεται και με το δίκιο του, ακούστηκαν φασαρίες κάτω και εγώ με το Χρύσανθο πήγαμε να δούμε τι συνέβαινε. Και δόθηκε η απάντηση... ήταν χαλασμένη η μία μηχανή του πλοίου και την επιδιόρθωναν την ώρα εκείνη. Τέλος, γύρω στις 17:00΄ η βλάβη αποκαταστάθηκε και το πλοίο σήκωσε άγκυρα μετά από καθυστέρηση 3 ωρών και 15΄ . Στις 17:15΄, με το ξεκίνημα του καραβιού, ακούστηκε ένα επιφώνημα ανακούφισης από όλους τους επιβάτες.
Το πλοίο το ακολούθησαν για 30΄ περίπου γλάροι, ένας μάλιστα παίδεψε πολύ το Χρύσανθο στην προσπάθειά του να τον φωτογραφίσει.
Κρατώντας σημειώσεις στο κατάστρωμα |
Ενώ είχαμε την εντύπωση πως περάσαμε το Σούνιο, μιας και ταξιδεύαμε πολλές ώρες ήδη (είχε πάει 20:30΄ περίπου), ξαφνικά διακρίνουμε στο βάθος αριστερά μας τους κίονες του ναού του Ποσειδώνα, χαρακτηριστική εικόνα του Σουνίου. Τότε καταλάβαμε πόσο αργά πήγαινε το καράβι και τι είχαμε να τραβήξουμε...
Το κρύο άρχισε να σφίγγει έξω. Έτσι, αφού βάλαμε τα τζάκετ μας, πήγαμε μια βόλτα στα επάνω καταστρώματα. Στο αμέσως επάνω από εμάς ήταν όλο ξένοι, με τα sleepping bags τους ανοικτά και αυτοί να είναι έως τη μέση χωμένοι σ' αυτά και να συζητάνε παρέες παρέες ή να ακούνε έναν της παρέας που έπαιζε κιθάρα. Υπήρχαν και άλλοι που χάζευαν στο πέλαγος ή που κοιμόντουσαν προφανώς κουρασμένοι. Στο επόμενο κατάστρωμα, που ήταν και το τελευταίο, δεν υπήρχε ψυχή. Εδώ όσοι ανέβαιναν κατέβαιναν αμέσως λόγω του αέρα που το μαστίγωνε. Κατεβήκαμε στις θέσεις μας.
Το πλοίο άρχισε να κουνάει. Θα ήταν γύρω στις 22:30΄, όταν πήραμε τα sleepping bags μας και ξαπλώσαμε έξω εγώ και ο Χρύσανθος. Αφού κουβεντιάσαμε για λίγο και είπαμε τις πρώτες εντυπώσεις μας, ευχηθήκαμε "καληνύχτα" και το γείραμε στο πλάι να κοιμηθούμε. Όλο το βράδυ άκουγα τον αέρα που φύσαγε και τον ένοιωθα ακόμη και μέσα στο sleepping bag μου που το φούσκωνε. 'Όσο πιο πολύ τον άκουγα να λυσσομανά, τόσο πιο βαθιά χωνόμουν μέσα. Πάντως με τον ύπνο ούτε καν ένοιωθα το κούνημα του καραβιού. Είχαμε πολλές ώρες που ταξιδεύαμε από χθες το βράδυ, ενώ για να φτάσουμε στη Ρόδο δεν ξέραμε πόσες ώρες ακόμη χρειαζόμασταν. Αυτή η ξεκούραση μας ήταν απαραίτητη. Οι άλλοι δύο, ο Δημήτρης και ο Αργύρης, θα κοιμόντουσαν μέσα.
Σάββατο 2 Αυγούστου
Το πρωί του Σαββάτου ξύπνησα γύρω στις 7:00΄. Ήδη είχαν ξυπνήσει αρκετοί συνεπιβάτες και απολάμβαναν τον πρωινό ήλιο. Δίπλα μας κοιμόταν και ο Δημήτρης, ο οποίος, όπως μου είπε αργότερα, είχε βγει να μας ψάξει γύρω στις 24:00, μας είδε να κοιμόμαστε μακάρια έξω και ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μας...
Αποφάσισα να κάνω μια βόλτα, έως ότου να ξυπνήσουν και οι άλλοι της παρέας. Παντού συναντούσα πρόσωπα νυσταγμένα να τεντώνονται για να διώξουν από επάνω τους τον ύπνο. Ανέβηκα στο επάνω κατάστρωμα όπου ήταν οι ξένοι και τους βρήκα όλους να κοιμούνται. Συνέχισα να ανεβαίνω και έφτασα στο ψηλότερο σημείο του καραβιού, όπου και με περίμενε μια έκπληξη. Εκεί, τόσο ψηλά, έφτασαν το βράδυ τα κύματα και είχαν αφήσει ίχνη τους. Για φαντάσου, σκέφτηκα, πόσο μεγάλα κύματα είχε να παλέψει το βράδυ το καράβι μας, το "Όμηρος". Κάθισα λίγο εκεί ψηλά και αγνάντευα ουρανό και θάλασσα, αφήνοντας το νου μου να ονειρεύεται. Γρήγορα όμως ένοιωσα τον κρύο πρωινό αέρα να με τρυπάει και έτσι κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες και πήγα να συναντήσω την υπόλοιπη παρέα, που θα έπρεπε να είχε ξυπνήσει.
Φτάνοντας εκεί όπου κοιμόντουσαν βρήκα μόνο το Χρύσανθο. Όπως συνήθως του άρεσε να χουζουρεύει, ακόμη κι αν κοιμόταν πάνω σε σανίδια! Μπήκα μέσα να δω τι κάνουν ο Δημήτρης και ο Αργύρης. Είχαν ξυπνήσει και οι δύο και απολάμβαναν γεμιστά μπισκότα. Τους "βοήθησα" λίγο, για να τα τελειώσουν χωρίς να κουραστούν πολύ και βγήκαμε στο κατάστρωμα να δούμε τι κάνει ο "υπναράς". Εντωμεταξύ ο Δημήτρης μου διηγήθηκε κάτι το παράξενο που του συνέβη ή νόμισε ότι του συνέβη... ενώ κοιμόταν. Ξέροντας ότι κοιμόμουν δίπλα του, όταν ένοιωσε άτομα να περνάνε από δίπλα του, νόμισε ότι με πάταγαν και απορούσε που δεν αντιδρούσα. Τότε ανασηκώθηκε, για να δει τι μου συνέβαινε, και αντιλήφθηκε ότι έλειπα, ότι είχα ξυπνήσει και έφυγα από δίπλα του...
Σάββατο 2 Αυγούστου, Πάτμος, Λέρος, Κάλυμνος, Κως
Ξυπνήσαμε το Χρύσανθο, γιατί ήδη είχαμε φτάσει στο πρώτο λιμάνι, στην Πάτμο. Το πλοίο έπιασε ντόκο, κατέβηκαν και ανέβηκαν άνθρωποι και αυτοκίνητα και αμέσως ξεκίνησε για το επόμενο λιμάνι που θα έπιανε, μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας, στον τόπο που ονειρευόμασταν και που από αυτόν δεν μας χώριζαν παρά μόνο λίγες ώρες. Περάσαμε διαδοχικά από τη Λέρο, την Κάλυμνο και την Κω με ολιγόλεπτες στάσεις, οι οποίες όμως δεν έφταναν να απολαύσουμε τις ομορφιές που προσέφερε κάθε νησί ξεχωριστά. Ήταν κάτι το παραμυθένιο, γαλάζια νερά, χρυσές αμμουδιές, γαλανός ουρανός, χρυσός ήλιος και πράσινο, αλλού λίγο αλλού πολύ, τόσο πολύ που μας φαινόταν πως το νησί ήταν ένας κήπος καταπράσινος με ολόασπρα άνθη, τα κατάλευκα σπιτάκια του.
Σάββατο 2 Αυγούστου, άφιξη στη Ρόδο
Γύρω στις 16:30΄ του Σαββάτου φάνηκαν οι ακτές της Ρόδου. Το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή και όλοι βγήκαν να τις αντικρίσουν. Το ίδιο κάναμε κι εμείς. Εκεί όμως που χαζεύαμε, διαπιστώσαμε ότι οι πόρτες που μας χώριζαν από τη Α΄ και Β΄ θέση είχαν ανοίξει. Μια και δυο κινάμε με το Χρύσανθο να "πάρουμε" το παγωτό μας στο σαλόνι της Α΄ θέσης. Αφού δυσκολευτήκαμε λίγο, τελικά βρεθήκαμε στις αγκαλιές δύο πολύ αναπαυτικών πολυθρόνων να τρώμε με βουλιμία το παγωτό μας. Παρακολουθήσαμε και για λίγο τηλεόραση και μετά φύγαμε. Οι εντυπώσεις μας δεν ήταν και τόσο κολακευτικές για την Α΄ θέση. Θόρυβος μηχανής, καπνοί και πολύ σνομπαρία. Α, εμείς ήμασταν πολύ καλύτερα στη Γ΄, στο κατάστρωμα!
Εντωμεταξύ το "Όμηρος" έκανε μανούβρες για να πλευρίσει και εμείς βγήκαμε να τραβήξουμε φωτογραφίες με θέμα το λιμάνι της Ρόδου, το Μαντράκι, τη νέα πόλη και την παλιά, την πόλη των Ιπποτών.
Ο Δημήτρης έψαχνε με αγωνία να δει το φίλο του το Φώτη που θα μας περίμενε. Τον είδε και άρχισε να κουνάει τα χέρια του, να τον χαιρετάει και να μας τον δείχνει. Στο πρόσωπό του ήταν καθαρά ζωγραφισμένη ικανοποίηση, πράγμα που μας έδωσε να καταλάβουμε ότι τους ένωνε μεγάλη φιλία. Ο Φώτης, με τη σειρά του, μόλις είδε το Δημήτρη, άρχισε και αυτός να χαιρετάει. Φόραγε ένα μαύρο παντελόνι και μια πορτοκαλί αθλητική φόρμα από επάνω. Όταν κατεβήκαμε από το πλοίο και δώσαμε τα χέρια, κατάλαβα ότι ήταν ένα παλικάρι 24 περίπου χρονών πολύ βασανισμένο από τη ζωή, με το χαμόγελο όμως να μη φεύγει ποτέ από ο πρόσωπό του.
17:30΄. Συστηθήκαμε, βγάλαμε την πρώτη μας ομαδική φωτογραφία και κινήσαμε να βγούμε από το λιμάνι. Ήταν ακόμη εκεί οι πέτρες και τα φράγματα από τη διαμαρτυρία των Ροδιτών για το τούρκικο καράβι "Τζεμλίκ" που έφερε Τούρκους να παραθερίσουν στη Ρόδο. Αυτό είχε συμβεί πριν από δέκα ημέρες και ο Φώτης μας είπε με δυο λόγια το τι είχε γίνει.
Παραλία παραλία φτάσαμε στο Μαντράκι και, αφού φορτώσαμε τα σακίδιά μας σε ένα ταξί, ξεκινήσαμε για την Ιαλυσό, για το συγκρότημα στο οποίο εργαζόταν ο Φώτης. Φτάσαμε σχετικά γρήγορα, αφού περάσαμε από τα καλύτερα ροδίτικα τουριστικά συγκροτήματα. Ο Φώτης μας οδήγησε στο υπόγειο όπου έμενε και εκεί γνωριστήκαμε με το Νίκο, ένα συνάδελφό του από τις Σέρρες.
Ιαλυσός
Αφήσαμε τα σακίδιά μας και το Δημήτρη με τον Αργύρη να τα λένε με το Φώτη και πήγαμε για μπάνιο μαζί με το Νίκο. Βουτήξαμε. Το πρώτο μας μπάνιο στη Ρόδο! Ωραία θάλασσα, κατακάθαρη, ροδίτικη. Μετά το μπάνιο στη θάλασσα ακολούθησε και ένα μπάνιο στην πισίνα του διπλανού ξενοδοχείου, του Aura Beach, μια ωραία πισίνα με θαλασσινό νερό. Κατόπιν ένα ωραίο κρύο ντους και γραμμή να συναντήσουμε τους άλλους δύο. Πήγαμε για φαγητό όλοι μαζί εκεί που εργαζόταν ο Φώτης. Μετά πήγαμε παρέα σε μια γειτονική παμπ για ποτό. Γυρίζοντας μια περίμενε ένα ευτράπελο... Ακριβώς στο πίσω μέρος του ξενοδοχειακού συγκροτήματος όπου εργαζόταν ο Φώτης έμενε μα παρέα από Αγγλίδες, με τις οποίες είχαμε το εξής απρόοπτο. Τους είχε πέσει το κραγιόν και μία από αυτές, μια έγχρωμη, ζήτησε να της το ρίξουμε στο μπαλκόνι τους. Ανέλαβα να την εξυπηρετήσω εγώ, όμως απέτυχα και αυτό ,αντί να προσγειωθεί στον τέταρτο όροφο, κατέληξε στον πρώτο. Μας πιάσανε κάτι γέλια...και τις δύο πλευρές, εννοείται. Ζητήσαμε συγνώμη και πήγαμε να ντυθούμε για να βγούμε. Εγώ, ο Δημήτρης και ο Αργύρης φορέσαμε σορτς, ενώ ο Χρύσανθος φόρεσε τζην. Το σορτς έγινε τελικά αιτία να μη διασκεδάσουμε όπως είχαμε υπολογίσει, δηλαδή DISCO, ΓΥΝΑΙΚΑΙ και ... Και να γιατί...
Κινήσαμε οι τέσσερις μάγκες να δείξουμε τις κορμάρες μας λογαριάζοντας χωρίς τον ξενοδόχο. Κάπου εκεί κοντά υπήρχε μια disco, στην οποία και είχαμε σκοπό να πάμε. Φτάσαμε, κατεβήκαμε τις σκάλες, ανοίξαμε την πόρτα και... πέσαμε πάνω σε "πόρτα", έναν ψηλό που μας έφραξε το δρόμο. Μας είπε ότι απαγορευόταν η είσοδος με σορτς και μας πούλησε τσαμπουκά στην επιμονή μας να μπούμε. Τελικά φύγαμε αφήνοντας κάτι κορμάρες να λικνίζονται και με τα νεύρα μας τσατάλια. Ειδικά ο Αργύρης είχε ανάψει και έλεγε κάτι γαλλικά που τον φοβήθηκε το μάτι μου. Ήθελε να γυρίσει και να δημιουργήσει επεισόδιο, αλλά οι υπόλοιποι ως πιο ψύχραιμοι τον συγκρατήσαμε. Μάλιστα τον ρωτήσαμε "πώς θα αντιμετωπίσει εκείνον τον ψηλό, ρε Αργύρη!". Αυτό ήταν, άστραψε και βρόντηξε και πέταξε μια κουβέντα που έμελλε να γίνει το σύνθημα της εκδρομής μας, το σήμα κατατεθέν της: "Μηγιάκης ρε, ξέρετε τι εστί Μηγιάκης; Ένα και κάτι στο μπόι και όμως κέρδισε το χρυσό στη Μόσχα. Και ξέρετε γιατί; Γιατί ήταν μάγκας! Τέτοιος είμαι κι εγώ, ρε μ...ες, γ... εγώ ψηλούς... Θα τον ξεσκίσω! Μηγιάκηηηηηηηηηςςςςςςςς!" Και όρμησε! Τον αρπάξαμε και οι τρεις και φύγαμε για άλλη disco. Ακολουθήσαμε το δρόμο που οδηγούσε στην Ρόδο και μπήκαμε στην επόμενη. Τζίφος! Στην μεθεπόμενη το ίδιο. Στην τέταρτη και τελευταία που υπήρχε πριν τη Ρόδο, λίγο πριν φτάσουμε, συναντήσαμε ένα αμάξι με πινακίδες από το νομό Πέλλας. Ήταν ένα πατριωτάκι μου εκεί κοντά. Του έγραψα ένα χαιρετισμό και τον άφησα στους υαλοκαθαριστήρες. Η disco ήταν "του κλότσου και του μπάτσου" και ελπίσαμε πως θα μας άφηναν να μπούμε. Και πάλι τίποτε, Μωρέ δεν πάνε να κουρευτούν όλοι τους... Εξάλλου η ώρα είχε προχωρήσει, ήταν ήδη 24:00. Αποφασίσαμε απογοητευμένοι να επιστρέψουμε στη βάση μας.
Είχαμε κάνει αρκετό δρόμο δίχως να το καταλάβουμε, γιατί παίζαμε και πειράζαμε ο ένας τον άλλο στο δρόμο. Η λέξη ΜΗΓΙΑΚΗΣ ήταν η πρωταγωνίστρια με συμπρωταγωνίστρια τη λέξη ΝΤΙΡΕΚΙ. Σε κάποια στιγμή ο Δημήτρης βρήκε ένα μπουκάλι Coca Cola και προκάλεσε το "Μηγιάκη" να παραβγούν στο μάζεμα μπουκαλιών... Έτσι άρχισε ένας "αθέμιτος" συναγωνισμός μεταξύ τους. Το "μίσος" ήταν ολοφάνερο στα κατακόκκινα φθονερά μάτια τους. Έτρεχαν πότε αριστερά πότε δεξιά, έψαχναν ανάμεσα στα χόρτα και στα φυτά, παντού... Σε μαι κακή στιγμή συνέβη ένα ατύχημα στον Αργύρη. Την ώρα ακριβώς που είχε κοπάσει κάπως ο "αγώνας" και βαδίζαμε και οι τέσσερις σε μαι ευθεία, είδα ένα μπουκάλι μπροστά μας. Ειδοποίησα τον Αργύρη, που στην "μπουκαλοσυλλογή" τον υποστήριζα, και αυτός ξεχύθηκε σαν σίφουνας. Όμως καθώς ο δρόμος στην άκρη είχε χαλικάκι ψιλό, γλίστρησε και πέφτοντας έσπασε ένα από τα μπουκάλια που κρατούσε. Ζεστό αίμα ανάβρυσε από το χέρι του και προς στιγμήν φοβηθήκαμε μήπως έπαθε καμιά σοβαρή ζημία. Δέσαμε πρόχειρα το δάχτυλο που κόπηκε και γρήγορα γρήγορα φτάσαμε στη βάση μας. Εκεί, αφού καθαρίσαμε πρώτα το τραύμα με νερό, το ανέλαβε ο Χρύσανθος και το περιποιήθηκε με οινόπνευμα και γάζες. Ο Αργύρης έλεγε ότι αισθάνεται αδυναμία και τον βάλαμε να ξαπλώσει. Είχε χάσει αρκετό αίμα.
Ενώ είχαμε περάσει τόσο καλά το βράδυ του Σαββάτου, το γεγονός με τον Αργύρη μας έκανε όλους θλιμμένους. Η παρέα είχε δεθεί συναισθηματικά γα τα καλά. Ο ένας ένοιωθε τον άλλο, πονούσε τον άλλο και αυτό ήταν κάτι πολύ ωραίο. Αφού μείναμε ακόμη λίγο κοντά στον Αργύρη και το Δημήτρη συζητώντας αποφασίσαμε εγώ και ο Χρύσανθος να κοιμηθούμε στην παραλία.
Πήραμε λοιπόν τα sleepping bags μας και το φακό και γραμμή για την παραλία. Το απόγευμα που είχαμε κολυμπήσει εκεί είχαμε εντοπίσει κάτι ξαπλώστρες λουομένων και σκοπεύαμε να τις χρησιμοποιήσουμε για κρεβάτια, διότι η παραλία δεν προσφερόταν για ύπνο λόγω του ότι είχε αρκετές πέτρες.
Φτάσαμε κάτω από το Aura Beach, διαλέξαμε δύο ξαπλώστρες, τις βάλαμε κοντά κοντά και , αφού κάναμε κι ένα μεταμεσονύκτιο μπανάκι κάτω από το φως των άστρων εντελώς γυμνοί (αστροντυμένοι), πέσαμε να κοιμηθούμε. Τότε αντιμετωπίσαμε για πρώτη φορά το πρόβλημα των κουνουπιών, τα οποία έπεφταν επάνω μας σαν καταδρομικά και μας ανάγκασαν να κουκουλωθούμε για τα καλά, παρ' όλη τη ζέστη που είχε, και να γίνουμε μούσκεμα στον ιδρώτα. Όμως καλύτερα ιδρωμένοι παρά "κουνουποφαγωμένοι". Η ώρα ήταν ήδη προχωρημένη, 3 τα ξημερώματα. Ήμασταν οι μόνοι στην παραλία. Καληνυχτιστήκαμε και χρρρρρρρρ...
Κυριακή 3 Αυγούστου
Το πρώτο ονειρεμένο ξύπνημα στη Ρόδο
Ανατολή στην Ιαλυσό |
Tamara και Στάθης |
Rita, Χρύσανθος, Tamara |
Rita, Χρύσανθος, Tamara |
Χορτάσαμε το μπάνιο μας και βγήκαμε κι εμείς με τη σειρά μας από τη θάλασσα και τρέχοντας τυλιχτήκαμε με τις πετσέτες μας και καθίσαμε κοντά στις κοπέλες. Συζήτησα μαζί τους και έμαθα ότι τις έλεγαν Tamara και Rita και ότι ήταν Ελβετίδες και ότι ήταν 17 και 16 ετών αντίστοιχα. Όσο συζητούσαμε Χρύσανθος πήγε και έφερε το speedo μου και έτσι χωρίς να τις σοκάρω τις πρότεινα να παίξουμε freesbee. Δεν ήξεραν, αλλά σαν καλές μαθήτριες έμαθαν γρήγορα και παίξαμε όλοι μαζί για 20΄. Ο ήλιος είχε ανατείλει ήδη και ο Χρύσανθος τράβηξε ορισμένες φωτογραφίες από την ανατολή. Πήρα στην αγκαλιά μου την Tamara και βγήκαμε φωτογραφία όπως έκανα και με τη Rita αλλά και με τις δύο μαζί. Το ίδιο έκανε και ο Χρύσανθος. Συζητήσαμε ακόμη λίγη ώρα και μετά μας είπαν ότι
Rita, Στάθης kai Tamara |
Η ημέρα συνεχίζεται
Θέλοντας να γνωρίσουμε τη γύρω περιοχή περπατήσαμε στο δρόμο που οδηγεί στη Ρόδο αλλά και προς την αντίθετη πλευρά του νησιού, προς την Κάμιρο. Γύρω στις 10 η ώρα γυρίσαμε και παίρνοντας και τα άλλα δύο παιδιά πήγαμε για μπάνιο. Μπάνιο μαζί με τους πελάτες του ξενοδοχείου Aura Beach, ανάμεσα σε γυμνόστηθες γυναίκες με κορμιά χάρμα. Το θέαμα για μας τους βορειοελλαδίτες ήταν πρωτόγνωρο. Μετά μάθαμε ότι οι περισσότερες αν όχι όλες οι ξένες κάνουν μπάνια γυμνόστηθες και πως μόνο οι Ελληνίδες φορούσαν και το επάνω μέρος του μαγιό τους.
Βουτήξαμε όλοι μαζί στο νερό και κάναμε πολλές τρέλες. Το μπάνιο μας κράτησε 30΄ και εγώ με το Δημήτρη κολυμπήσαμε αρκετά μακριά από την ακτή δύο φορές... η θάλασσα μας καλούσε. Βγήκαμε και ξαπλώσαμε ανάμεσα σε ένα πλήθος γυναικών και νοιώθαμε σαν πασάδες σε χαρέμι.
Εγώ και ο Χρύσανθος προσέχαμε μήπως και φανούν οι ελβετιδούλες, οι οποίες όμως, όταν ήρθαν, μας φέρθηκαν πολύ ψυχρά, πράγμα που το συνηθίζουν οι ξένοι, και έτσι πάψαμε να ενδιαφερόμαστε γι' αυτές. Μάλιστα λίγο αργότερα ο υπεύθυνος του ξενοδοχείου για τις ξαπλώστρες, που ενώ στην αρχή τα είχε βάλει με το Χρύσανθο με τα "μη" και τα "απαγορεύεται" και δεν τον άφηνε σε ησυχία, αλλά στη συνέχεια μας συμπάθησε (ίσως και επειδή ήταν από το Λαγκαδά), μας είπε ότι ο γαμπρός της Tamara που ήταν Έλληνας είχε δει το πρωί τις κινήσεις μας και ρώτησε να μάθει ποιοι είμαστε και ότι τις μάλωσε. Τέλος πάντων...
Το μεσημέρι μας βρήκε να γευματίζουμε στο εστιατόριο... νόστιμα πιάτα μαγειρεμένα από σιμιακό μάγειρα και μερίδες extra μας έκαναν να έχουμε πρόβλημα χώνεψης.
Ο Χρύσανθος και εγώ πήγαμε και ξαπλώσαμε σε ένα οικόπεδο απέναντι κάτω από δύο πεύκα που μας πρόσφεραν τον παχύ τους ίσκιο και κοιμηθήκαμε έως τις 18:00 περίπου. Τα μαζέψαμε κατόπιν και πήγαμε στο υπόγειο του Φώτη. Το άλλο δίδυμο παράβγαινε στον ύπνο. Τους τον διακόψαμε, μιας και είχαμε αποφασίσει να πάμε όλοι μαζί στη Ρόδο για δουλειές και για βόλτα.
Κάνοντας οτοστόπ φτάσαμε στην πρωτεύουσα του νησιού. Είχαμε αρκετή ώρα μπροστά μας. Πρώτη μας δουλειά ήταν να βγάλουμε αεροπορικά εισιτήρια για Αθήνα και δεύτερη να μάθουμε τα δρομολόγια για Λίνδο, το πρώτο μέρος το οποίο σκοπεύαμε να επισκεφτούμε.
Κατόπιν κάναμε βόλτες στην πόλη, στην καινούρια στην αρχή και στην παλιά αργότερα, την πόλη των Ιπποτών με τα βενετσιάνικα κτίρια, με τα λογής λογής μαγαζιά και με το συνονθύλευμα των εθνικοτήτων των ανθρώπων που την επισκέπτονταν. Περπατήσαμε αρκετή ώρα μέσα στα στενοσόκακα, φάγαμε σουβλάκι καθισμένοι σε πεζούλι και κατά τις 22:00 πήραμε το αστικό για την Ιαλυσό. Καθίσαμε για λίγο στο εστιατόριο, φάγαμε δροσερό καρπούζι με τυρί και μετά πήγαμε για ύπνο. Ο Χρύσανθος κι εγώ πήραμε τα sleepingbag και πήγαμε στην παραλία. Κάναμε ένα απολαυστικό βραδινό μπάνιο και μετά παρέα με τα κουνούπια πέσαμε για ύπνο. Ήταν 23:30 η ώρα. Αύριο μας περίμενε η Λίνδος
Δευτέρα 4 Αυγούστου Λίνδος
Πανοραμική φωτογραφία της Λίνδου |
Ξημέρωσε και στις 07:30 ήδη κάναμε το μπάνιο μας στα καταγάλανα νερά της Ρόδου και αμέσως μετά πήγαμε να συναντήσουμε την υπόλοιπη παρέα. Ήταν και αυτοί έτοιμοι και πήραμε το αστικό για τη Ρόδο. Κατεβήκαμε στη στάση κοντά στο ΚΤΕΛ με το οποίο θα πηγαίναμε στη Λίνδο. Είχαμε αποφασίσει να πάμε εκεί και μετά να επιστρέφουμε στη Ρόδο επισκεπτόμενοι όλες τις αξιόλογες παραλίες και χωριά.
Το λεωφορείο θα ξεκινούσε στις 09:00. Είχαμε περιθώριο 30΄ και γι' αυτό βρήκαμε μαι σκιά και καθίσαμε σε ένα παγκάκι για λίγο. Στις 08:50 είχαμε ήδη φορτώσει τις αποσκευές μας - παρά τα μουρμουρητά του εισπράκτορα - και καθόμασταν στις θέσεις μας έτοιμοι για αναχώρηση.Μετά από 60΄ ευχάριστου ταξιδιού και περνώντας από διάφορα χωριά της υπαίθρου φτάσαμε στην κεντρική πλατεία της Λίνδου. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αυτού επισημάναμε δύο τρομερές παραλίες, τα Κολύμπια και την Τσαμπίκα, τις οποίες και αποφασίσαμε να επισκεφτούμε μετά τη Λίνδο κατά τη σταδιακή μας επιστροφή προς την Ιαλυσό.
Στην κεντρική πλατεία της Λίνδου υπήρχε ένα πολύ μεγάλο πλατάνι, πολύ φουντωτό, και γύρω γύρω κάθονταν τουρίστες αναζητώντας λίγη δροσιά στην αφόρητη ζέστη ή καλύτερα κάψα, για να κυριολεκτώ. Παραδίπλα κελάρυζε το νερό από μια πηγή στην οποία και τρέξαμε να δροσιστούμε. Παγωμένο σχεδόν το νεράκι της!
Η θέα από εδώ ήταν απίθανη. Αριστερά μας απλωνόταν ένας καταγάλανος κλειστός ορμίσκος με ομπρέλες ανοιγμένες στα αριστερά του και λίγα δεντράκια στα δεξιά του. Δεξιά μας ανηφόριζαν τα κάτασπρα σπιτάκια της Λίνδου, που σταματούσαν το ανηφόρισμά τους σε ένα σημείο, από το οποίο άρχιζε ο βράχος της ακρόπολης της αρχαίας πόλης, ένα επιβλητικό σημείο της περιοχής με θέα σε όλα τα σημεία του ορίζοντα.
Αποφασίσαμε να κατασκηνώσουμε κάτω από τα λίγα δεντράκια που υπήρχαν στα δεξιά του ορμίσκου. Κατηφορίσαμε και σε λιγάκι ήμασταν κάτω στην παραλία και κάτω από τη σκιά των δέντρων. Υπήρχαν και άλλα σκηνάκια στημένα εκεί γύρω και αρκετός κόσμος. Αφήσαμε τα πράγματά μας κάτω και εγώ και ο Χρύσανθος κινήσαμε για ψωμί. Βρήκαμε το φούρνο, αλλά λόγω του ότι δεν είχε ψωμί και θα έβγαζε σε 30΄ - και τελικά το έκανε μετά από δύο ώρες - γυρίσαμε το μισό χωριό, ήπιαμε από ένα αναψυκτικό και απολαύσαμε και από ένα παγωτό. Όταν ξαναπήγαμε στο φούρνο, βρήκαμε μια ουρά που έφτανε έως έξω. Μπήκα στη σειρά και, όταν έφτασα μπροστά στον πάγκο και ζήτησα 8 ψωμάκια, όλοι γύρισαν και με κοιτούσαν παραξενεμένοι. Τέλος πάντων! Εγώ τα ψωμάκια μου τα πήρα... Καθώς επιστρέφαμε στην παραλία ο Χρύσανθος είδε έναν σανδαλοποιό και αγόρασε ένα ζευγάρι, αν και είχε ήδη άλλα δύο.
Η ζέστη ήταν αφόρητη και φτάνοντας στην παραλία πέσαμε αμέσως στη θάλασσα γα λίγη δροσιά. Απίστευτη αίσθηση: γαλάζια και κρυστάλλινα νερά τύλιξαν τα ξαναμμένα κορμιά μας και η θάλασσα μας καλούσε να απολαύσουμε τα θέλγητρά της κολυμπώντας σε όλο και βαθύτερα νερά. Ανοιχτήκαμε αρκετά κολυμπώντας σιγά σιγά και απολαμβάνοντας ως του μεδούλι τη δροσιά. δεξιά μας σε κάτι βράχια ήταν γυμνιστές. Πλησιάσαμε προσεκτικά μη μας πληγώσουν τα βράχια ή μην πατήσουμε αχινούς που ήταν κολλημένοι σ' αυτά και βγήκαμε κοντά τους. Πετάξαμε τα μαγιό μας και ξαπλώσαμε να απολαύσουμε τον ήλιο κατάσαρκα. Σε λίγο κάναμε μια αναγνωριστική βόλτα ανάμεσα στα βράχια που σχημάτιζαν κάτι σαν αβαθείς πισίνες και ανακαλύψαμε μια σπηλιά. Μπορούσε να πάει κανείς έως μέσα ακολουθώντας ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα. Βουτήξαμε στα πράσινα νερά του και κολυμπώντας πολύ προσεκτικά μπήκαμε στη σπηλιά. Ήταν αρκετά μεγάλη και έναν άλλο πέρασμα οδηγούσε έξω από αυτή σε άλλη πλευρά των βράχων. Ήταν πολύ δροσερά και ευχάριστα μέσα, αλλά έπρεπε να γυρίσουμε στην παρέα μας.Επιστρέψαμε από εκεί που είχαμε μπει και κολυμπώντας φτάσαμε στο μέρος όπου ήταν τα πράγματά μας.
Τους βρήκαμε να τσιμπολογούν το ψωμί. Ήταν πεινασμένοι και δικαιολογημένα μάλιστα, γιατί ήδη η ώρα ήταν 15:00. Ανοίξαμε κονσέρβες και κάναμε ένα χορταστικό γεύμα Στη διάρκεια αυτού του γεύματος γνωρίσαμε δύο Βελγίδες, τη Νικόλ και τη Σαντάλ, που είχαν έρθει εκεί με καραβάκι. Τις άρεσε το χταπόδι όχι όμως και οι ελιές, που δοκίμαζαν για πρώτη φορά. Συζητήσαμε για λίγο περί ανέμων και υδάτων, τις προτείναμε να μείνουν μαζί μας, αλλά τελικά έφυγαν με την υπόσχεση ότι αύριο θα ξαναέρχονταν... καταλαβαίνετε τώρα αν το έκαναν! Φεύγοντας πάντως μας αποχαιρέτισαν με ένα φιλί και ανεβασμένες στο καραβάκι που θα τις πήγαινε στη Ρόδο μας χαιρέταγαν έως τη στιγμή που αυτό χάθηκε στα αριστερά του όρμου.
Ώρα για λίγη ξεκούραση και ξαπλώσαμε για ύπνο κάτω από τη σκιά των δέντρων... Εγώ δεν ησύχασα και ανοίγοντας τα μάτια μου είδα μια θάλασσα να με καλεί στην αγκαλιά της και πίσω μου μια όμορφη μιγάδα να κάνει ηλιοθεραπεία μόνη της. Σηκώθηκα και πήγα και της έπιασα κουβέντα και μετά από λίγο αντιλήφθηκα ότι δεν ήταν μόνη και ότι ο φίλος της θα ερχόταν σε λίγο... οπότε... όπως καταλαβαίνετε..."την έκανα".
Αφήνοντας την κοπέλα πήγα και πήρα τα 3 freesbee να παίξω στην παραλία. Ο άνεμος ήταν ευνοϊκός για "πέταγμα" μπούμεραγκ και έτσι για περίπου μια ώρα απόλαυσα το παχνίδι. Είχαν ήδη περάσει 2 ώρες από το γεύμα και μην μπορώντας να αντισταθώ άλλο στα θέλγητρα της θάλασσας βούτηξα και άρχισα να ανοίγομαι. Άκουσα μια φωνή και είδα το Δημήτρη να μου κάνει νόημα να τον περιμένω. Με λίγες απλωτές με έφτασε και συνεχίσαμε παρέα ώσπου φτάσαμε και πάλι στους γυμνιστές. Ο Δημήτρης δεν έβγαζε το μαγιό του και δε μου εξήγησε το γιατί. Μείναμε γύρω στα 30΄ και μετά πέσαμε στη θάλασσα και γυρίσαμε στα άλλα δύο παιδιά. βρήκαμε το "Μηγιάκη" να κολυμπάει στα ρηχά. Ο Χρύσανθος είχε πάει στον αριστερό βραχίονα του όρμου για να βγάλει πανοραμικές φωτογραφίες της Λίνδου (οι φωτογραφίες που αναρτώ είναι δικές του). Όταν ήρθε, στήσαμε τις σκηνές μας κάτω από τα δέντρα και καθίσαμε να αγναντεύουμε τις ομορφιές - θάλασσα και ωραίες γυναίκες.
Σαν βράδιασε ο Δημήτρης και ο Αργύρης ξεκίνησαν για μια δίωρη βόλτα στην πόλη. Ο Χρύσανθος κι εγώ μείναμε να φυλάμε τις σκηνές, γιατί δεν ήμασταν μόνοι μας εκεί και είχαμε και πράγματα αξίας. Αφού επέστρεψαν γύρω στις 23:00 ξεκινήσαμε εμείς. Κάναμε βόλτες στην υπόλοιπη πόλη, στα γραφικά ταβερνάκια της,στις κατάμεστες disco, στα στενά ανηφορικά δρομάκια. Γύρω στις 00:40 επιστρέψαμε και πέσαμε αμέσως στη θάλασσα. Τα φώτα της Λίνδου έπεφταν στα νερά καθώς και τα άστρα και παρουσίαζαν ένα απίθανο θέαμα. Δε σας κρύβω ότι στην αρχή τρόμαξα εξαιτίας των φυσσαλίδων που δημιουργούνταν από εμάς και οι οποίες έλαμπαν σαν φωτάκια και έμοιαζαν εξωπραγματικές... Αφού απολαύσαμε το μπάνιο μας πέσαμε για ύπνο. Ήταν μια ημέρα ΓΕΜΑΤΗ!
Τρίτη 5 Αυγούστου Λίνδος
Στις 7 το πρωί ήμουν ήδη στο πόδι και είχα βουτήξει στα νερά της θάλασσας απολαμβάνοντας το μπάνιο μου. Ανοίχτηκα λίγο στα βαθιά, βουτούσα να φτάσω στο βυθό της, πλατσούριζα σαν μικρό παιδί και της χαλούσα την ησυχία της. Ήμουν ο μοναδικός που κολυμπούσα και όμως δεν την άφηνα σε ησυχία! Κοιτάζοντας μια στιγμή προς την παραλία είδα τον Αργύρη να κολυμπάει και με γρήγορες απλωτές έφτασα κοντά του, κολυμπήσαμε για λίγο μαζί και μετά του πρότεινα να παίξουμε freesbee, κάτι που δέχτηκε. Παίξαμε μάλιστα ένα καινούριο παιχνίδι. Οκαθένας σημάδευε τον άλλο που στεκόταν σε απόσταση 20 μέτρων σε σχήμα σταυρού και νικητής θα ήταν όποιος συμπλήρωνε πρώτος δέκα χτυπήματα στον άλλο. Μέχρι να τελειώσουμε το παιχνίδι είχαν ξυπνήσειι και οι υπόλοιποι δύο. Βγήκαμε έξω και καθίσαμε κοντά τους κάτω από τα δέντρα. Ο Χρύσανθος πήγε να βουτήξει, ενώ οι άλλοι είπαμε να ξυριστούμε. Ο Χρύσανθος χάθηκε πίσω από ένα κότερο και υποθέσαμε ότι θα πήγε στους γυμνιστές. Έτσι μόλις τελειώσαμε το ξύρισμα συμφωνήσαμε να πάμε να τον βρούμε όλοι μαζι εκεί.
Μια και δυο κινάμε εγώ και ο Δημήτρης από τη θάλασσα και ο Αργύρης από την ξηρά, πάνω από τα βράχια στα δεξιά του όρμου. Απολαμβάνοντας την υπέροχη θάλασσα φτάσαμε στους βράχους των γυμνιστών, όπου μας περίμενεν ο Αργύρης. Βγαίνοντας από τη θάλασσα πάτησα και έναν αχινό, τον πρώτο και τελευταίο στη Ρόδο. Μια έκπληξη μας περίμενε εκεί που μας έκανε και να ανησυχίσουμε λίγο. Ο Χρύσανθος δεν ήταν εκεί. Ίσως να συνέχισε για πιο βαθιά, υποθέσαμε, και αποφασίσαμε να μείνουμε κάνοντας γυμνισμό, όχι όλοι, βέβαια...
Γυμνισμό έκανα για πρώτη φορά στο Λιτόχωρο εφέτος το καλοκαίρι και από τότε δε χάνω ευκαιρία να απολαμβάνω τη θάλασσα και τον ήλιο σε όλο το κορμί μου. Αισθάνομαι πιο άνθρωπος όταν βγάζω το μαγιό μου, νοιώθω και αρκετά καλά που ξεπέρασα ένα ταμπού και μπορώ και κυκλοφορώ γυνμός ανάμεσα σε συνανθρώπους μου κάθε ηλικίας και κάθε φύλου χωρίς το παραμικρό αίσθημα ντροπής. Το ότι μπορώ και κολυμπώ γυμνός είναι ό,τι πιο ωραίο, για να απολαμβάνω τη θάλασσα.
Ακρόπολη Λίνδου
Προς την ακρόπολη της Λίνδου |
Ακολούθησε μια περιήγησή μας στο βράχο. Η θέα ήταν τρομερή. Αντικρίσαμε και τον ορμίσκο του Αγίου Παύλου από ψηλά στα δεξιά της ακρόπολης, μια μικρογραφία του όρμου που είχαμε κατασκηνώσει, και στον οποίο πήγαινε κανείς από την αντίθετη μεριά του χωριού από αυτήν που είχαμε επιλέξει εμείς.
Αφού τελειώσαμε την περιήγηση στον αρχαιολογικό χώρο και βγάλαμε και τις απαραίτητες φωτογραφίες, κατηφορίσαμε όχι από εκεί που ανεβήκαμε αλλά από ένα άλλο μονοπάτι που οδηγούσε απευθείας στις σκηνές μας. Φτάνοντας βουτήξαμε στη θάλασσα αμέσως, για να δροσιστούμε. Βγήκαμε, είπαμε στο Δημήτρη και τον Αργύρη τις εντυπώσεις μας και, αφού συμφωνήσαμε να φύγουμε με το λεωφορείο των 18:00 για την ακτή Τσαμπίκας, πέσαμε να ξεκουραστούμε για λίγο. Μάλιστα εκεί που ξάπλωσα βρήκα 45 δραχμές σε κέρματα!
Γύρω στις 17:45 σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να μαζεύουμε τα πράγματά μας. Διπλώθηκαν οι σκηνές, μαζεύτηκαν τα sleeping bag, οι πετσέτες και ό,τι άλλο και, αφού ζαλωθήκαμε τα σαμάρια μας, ανηφορίσαμε και φτάσαμε στην κεντρική πλατεία της Λίνδου. Καθίσαμε κάτω από τη δροσιά του πλατανιού και σε λίγο ήρθε το λεωφορείο. Τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και πιάσαμε τις πρώτες θέσεις, ώστε να ευχαριστηθούμε τη διαδρομή. Δώσαμε στον εισπράκτορα τις απαραίτητες εξηγήσεις για το πού θέλουμε να κατεβούμε και σε μία ώρα περίπου αποχαιρετούσαμε το λεωφορείο.
Ακτή Τσαμπίκας
Πανοραμική θέα της παραλία Ακτή Τσαμπίκας από το ομώνυμο μοναστήρι. Στο κόκκινο σημαδάκι κατασκηνώσαμε. |
Αποφασίσαμε να μείνουμε στα δεξιά της παραλίας ανάμεσα σε κάτι βράχια, τα οποία θα μας προφύλαγαν και από τον ήλιο (σε όλη την έκταση της παραλίας δεν υπήρχαν δέντρα) και από την άμμο, σε περίπτωση που θα σηκώνονταν αέρας το βράδυ. Πιάσαμε λοιπόν την παραλία γιαλό γιαλό και σε 20΄ φτάσαμε στο μέρος που θέλαμε. Εκεί βρήκαμε δύο αγόρια που δεν ξέραμε τι ήταν. Χωρίς να τους μιλήσουμε, γιατί, μόλις μας είδαν, πήγαν να ντυθούν (έκαναν μπάνιο γυμνοί), αφήσαμε τις αποσκευές μας κάτω και ψάξαμε και βρήκαμε ο καθένας από ένα μέρος όπου θα κοιμόμασταν το βράδυ, χωρίς να στήσουμε σκηνές. Πιο τυχερός από όλους ήταν ο Δημήτρης.
Εντωμεταξύ ο Χρύσανθος πήγε προς τη θάλασσα. Τα δυο παιδιά τον ρώτησαν: "Do you speak English?" και αυτός μην ξέροντας απάντησε: "Io Greco". Ακολούθησαν γέλια και η γνωριμία ήρθε από μόνη της. Και τα παιδιά ήταν Έλληνες και μάλιστα φαντάροι που περνούσαν την άδεια τους κάνοντας μπάνια στη Ρόδο, όπου και υπηρετούσαν. Πώς καταντήσαμε, να μιλάμε στη χώρα μας στα αγγλικά, για να συνεννοηθούμε με Έλληνες! Συζητήσαμε για λίγο. Ο ένας από αυτούς είχε ένα μυστήριο μαχαιράκι και μας προκάλεσε να το ανοίξουμε. Όσο και να προσπαθήσαμε, δεν τα καταφέραμε. Φεύγοντας μας άφησαν μισό καρπούζι.
Σε λίγο βουτήξαμε στη θάλασσα. Και εδώ τα νερά ήταν υπέροχα και οι αχτίδες του ήλιου τα έδιναν χίλια δυο χρώματα, χίλιες δυο αποχρώσεις του μπλε και του πράσινου. Η θάλασσα βάθυνε ομαλά και στα πόδια μας νοιώθαμε μια χοντρούτσικη άμμο, ενώ υπήρχαν και ψαράκια που γλιστρούσαν ανάμεσα στα πόδια μας. Παίξαμε σαν μικρά παιδιά και ύστερα βγήκαμε να στεγνώσουμε.
Ο Δημήτρης στην Τσαμπίκα |
Ήρθε το βράδυ, ο ουρανός ντύθηκε τ' άστρα του, αλλά η περιοχή γέμισε κουνούπια αιμοδιψή. Μαρτύριο κανονικό, αλλά ακόμη μεγαλύτερο άρχισε να μας βασανίζει... ΔΙΨΑ, ΔΙΨΑ, ΔΙΨΑ. Ε, με αυτά που φάγαμε τι περμέναμε. Το νερό μας το εξαντλήσαμε ήδη και το μαρτύριο άρχισε να μας καταβάλει... Από το εστιατόριο στην απέναντι πλευρά της παραλίας, όπου άναβαν ακόμη λίγα φώτα, μας έκαναν σινιάλο και εμείς τους απαντήσαμε. Όταν το μαρτύριο έγινε αβάσταχτο, αποφασίσαμε ο Δημήτρης κι εγώ να πάμε και να ζητήσουμε νερό. Πήραμε λοιπόν ένα φακό και κινήσαμε. Πριν προλάβουμε να δανύσουμε 100 μέτρα, το φως στο εστιατόριο έσβησε. Είχαμε να διανύσουμεμ άλλα 1.900 περίπου και ο ουρανός είχε καλυφτεί από αραιά σύννεφα. Ανάψαμε το φακό και παίζοντςα με τα καβούρια που είχαν βγει στην ακροθαλασσιά φτάσαμε στο κτίριο. Ευτυχώς ο φόβοι μας για παρουσία σκύλου δεν επιβεβαιώθηκαν. Υπήρχε μόνο ένα χαριτωμένο και παιχνιδιάρικο κουταβάκι. Σε ένα χώρο κάτι σαν δωμάτιο κοιμόταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Βρύση δε βλέπαμε πουθενά έξω από από το εστιατόριο. Ψάξαμε και σε λίγο βρήκαμε μια στην τουαλέτα. Ήπιαμε, γεμίσαμε τα παγούρια μας και ξεκνήσαμε για πίσω. Τώρα όχι μόνο πα΄ζαμε με τα καβούρια, αλλά πιάναμε κιόλας τα μεγάλα, για να τα μαγειρέψουμε την επομένη. Κάναμεμ σινιάλο με το φακό στους άλλους δύο, αλλά απάντηση δεν πήραμε. Όταν φτάσαμε, τους βρήκαμε να κοιμούνται. Τους ξυπνήσαμε και τους δώσαμε νερό να ξεδιψάσουν. Κάναμε μάλιστα και πλάκα στο Χρύσανθο με τα καβούρια που έδειχνε να τα φοβάται.
Για την επομένη είχαμε συμφωνήσει να ανεβούμε σε ένα ωκκλήσι πυ ήταν στην κορυφή του βουνού περίπου πάνω από το εστιατόριο, στα αριστερά της παραλίας. Ήταν το ξωκκλήσι της Παναγιάς της Τσαμπίκας, όπως το έλεγαν.
Εντωμεταξύ παρουσιάστηκε μια διαφωνία ανάμεσα στο Δημήτρη και τον Αργύρη, καθώς ο δεύτερος ήθελε να γυρίσει στηη Ιαλυσό την επομένη κιόλας και να μην ακολουθήσει το πρόγραμμα που είχαμε συμφωνήσει (μπήκε γυναίκα στη μέση, μάλλον), γεγονός που μας λύπησε και στενοχώρησε ιδιαίτερα το Δημήτρη. Το θέμα δε λυνόταν και πέσαμε για ύπνο.
Τετάρτη 6 Αυγούστου
Τσαμπίκα, Επτά Πηγές, Καλλιθέα, Φαληράκι
Τσαμπίκα, Επτά Πηγές, Καλλιθέα, Φαληράκι
Ανατολή στην Τσαμπίκα |
Μετά από τις απαραίτητες ετοιμασίες και αφού πήραμε μαζί μας τα παγούρια με το νερό, τη φωτογραφική μηχανή του Χρύσανθου και φορέσαμε και οι τρεις αθλητικά παπούτσια και κάλτσες χοντρές, ξεκινήσαμε να πατήσουμε το βουνό με το εκκλησάκι του.
Η διαδρομή που ακολουθήσαμε |
Τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν όσο βαδίζαμεμ παράλληλα με την ακροθαλασσιά. Θέμα συζήτησης ήταν και ο Αργύρης με την απόφασή του να φύγει και να επιστρέψει στην Ιαλυσό...
Φτάσαμε στη βάση του βουνού σε 40΄ και ξεκινήσαμε. Σε λίγη ώρα από τη ζέστη βγάλαμε τα φανελάκια μας και ανεβαίναμε γυμνοί από τη μέση και επάνω. Μπροστά πήγαινε ο Δημήτρης (από τότε φαινόταν ότι θα γινόταν δεινός ορειβάτης) και οι άλλοι δύο ακολουθούσαμε., ενώ είχαμε και εναλλαγές Σχετικά εύκολη ανάβαση, αν και φτάνοντας στα αριστερά της κορυφής, από όπου μπορούσαμε να προσεγγίσουμε την κορυφή, συναντήσαμε βράχια που λίγο μας ζόρισαν.
Αφού ξεπεράσαμε το εμπόδιο των βράχων, βγήκαμε στα αριστερά της κορυφογραμμής και μπήκαμε στο δρόμο που οδηγούσε στο ξωκκλήσι. Συναντήσαμε μαι ηλικιωμένη γυναίκα - πάνω από 65 ετών - που πήγαινε κι αυτή στο ξωκκλήσι πάνω στο γαϊδουράκι της. Πιάσαμε κουβέντα και μας εκμυστηρεύτηκε το λόγο που την έκανε να ανέβει εκεί. Ήταν από τον Αρχάγγελο, ένα χωριό σχετικά κοντά στο ξωκκλήσι, και πήγαινε να ανάψει κεράκι στην Παναγία την Τσαμπίκα, όπως την είχε παρακαλέσει ο γιος της και η σύζυγός του που ζούσαν στις Η.Π.Α. Ο λόγος ήταν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν παιδί και ήθελε μέσω της μητέρας του να κάνει ένα τάμα και να ζητήσει τη βοήθεια της Θεομήτορος. Ανεβήκαμε παρέα, μας έδωσε νερό να πιούμε - το δικό μας μας είχε ήδη τελειώσει - και μας ξενάγησε στο ξωκκλήσι. Άναψε τα κανδήλια, ανάψαμε όλοι μας κερί, προσκυνήσαμε τις εικόνες και γράψαμε τα στοιχεία μας στο βιβλίο επισκεπτών. .
Μας ζήτησε κατόπιν με δισταγμό να της κάνουμε μια χάρη, να τη φωτογραφίσουμε και να της ταχυδρομήσουμε τις φωτογραφίες, για να τις στείλει στο γιο της στην Αμερική ως απόδειξη του ότι όντως έκανε το θέλημά του, αλλά και για να νιώσει ο γιος ότι συμμετείχε στο τάμα Το κάναμε με χαρά και της έστειλα τις φωτογραφίες στη διεύθυνση που μας έδωσε, αφού επιστρέψαμε στη Θεσσαλονίκη και ο Χρύσανθος τις είχε εμφανίσει. Ποια ήταν η εξέλιξη αυτής της ιστορίας της μητέρας; Είναι πολύ συγκινητική! Αρκετούς μήνες μετά, περίπου πριν τα Χριστούγεννα, έλαβα ένα γράμμα που με παραξένεψε. Αποστολέας ήταν κάποια Ανθούλα Μπομπού. Το όνομα δε μου θύμιζε τίποτε. Το άνοιξα με περιέργεια και το διάβασα. Δε σας κρύβω ότι δάκρυσα... Η Ανθούλα Μπομπού ήταν η μητέρα που είχε ανεβεί στο ξωκκλήσι για το τάμα του γιου της και μου έγραφε χιλιοευχαριστώνας μας ότι επιτέλεους το τάμα και η προσευχή της είχαν εισακουστεί και πως η νύφη της ήταν έγκυος. Μάλιστα μας έστελνε και τις ιδιαίτερες ευχαριστίες του γιου της.
Επιστρέψαμε από το δρόμο τρέχοντας και φτάσαμε στον κεντρικό που συνδέει τη Λίνδο με τη Ρόδο. Εκεί μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη, κάτι που υποψιαζόμασταν αλλά δε θέλαμε να το πιστέψουμε... Ο Αργύρης ήταν στη στάση και περίμενε το λεωφορείο για Ρόδο. Μας δικαιολογήθηκε ότι έπρεπε να γυρίσει στο Φώτη για προσωπικούς λόγους... Ας πάει στο καλό! Μείναμε λοιπόν τρεις, εγώ ο Στάθης, ο Χρύσανθος και ο Δημήτρης. Συνεχίσαμε το τρέξιμο έως τα πράγματά μας. Απολαύσαμε ένα μπανάκι στα δροσερά νερά της θάλασσας, ξεκουραστήκαμε για λίγο και μετά ετοιμάσαμε στα σακίδιά μας και κινήσαμε να βγούμε στον κεντρικό δρόμο. Μεσημέρι και ο ήλιος έκαιγε λιγάκι. Προορισμός μας ήταν η τοποθεσία Επτά Πηγές και Πεταλούδες.
Από τις σημειώσεις που κρατούσε τότε ο Χρύσανθος εμπλουτισμένες με τις μνήμες μου...
Μόλις φτάσαμε στο δρόμο κάναμε οτοστόπ. Ένα τρικυκλο μηχανάκι, ΜΕΒΕΑ σταμάτησε να μας πάρει... Κοιταχτήκαμε, χαμογελάσαμε και είπαμε "γιατί όχι". Ανεβήκαμε στην καρότσα πίσω τρεις μαντράχαλοι με τα τα σακίδιά μας και το τρίκυκλο σηκώθηκε σούζα! Ο οδηγός ήταν ένας ωραίος τύπος από Ρόδο με πολύ χιούμορ (το απέδειξε, άλλωστε, με το να μας πάρει στη μηχανή του!) και μας άφησε στα Κολύμπια. Από τα Κολύμπια ξεκινήσαμε για τις Επτά Πηγές με τα πόδια και για λίγη ώρα δε σταματούσε κανείς να μας πάρει. Μετά από λίγα λεπτά σταμάτησε ένα αγροτικό από την Αρχίπολη και μας πήγε έως τον προορισμό μας. Κατεβήκαμε και, μόλις έφυγε το αγροτικό, διαπιστώσαμε ότι είχαμε ξεχάσει στην καρότσα του μια τσάντα με τρόφιμα και το ραδιοφωνάκι του Χρύσανθου. Ο Χρύσανθος αμέσως έκανε οτοστόπ και τον πήρε ένα ζευγάρι γερμανών που γυρνούσαν τα νησιά του Αιγαίου. Τον πήγαν έως το χωριό και εκεί ο Χρύσανθος βρήκε το σπίτι του οδηγού του αγροτικού και πήρε την τσάντα. Αγόρασε και άλλα τρόφιμα από το χωριό, ξεκίνησε με τα πόδια να μας βρει, διέσχισε μια απόσταση 2 χιλιομέτρων περίπου, έκανε οτοστόπ και τον πήρε ένα μηχανάκι που τον έφερε σε μας.Αφού μας βρήκε, προχωρήσαμε όλοι μαζί για τον προορισμό μας. Φτάσαμε και μας περίμενε μια "δροσερή αγκαλιά". Παντού πλατάνια και νερά να κυλάνε δεξιά και αριστερά. Σταματήσαμε κάτω από έναν μεγάλο πλατάνι και, αφού πλυθήκαμε με το παγωμένο νερό που έτρεχε από μια πηγή, καθίσαμε να γευματίσουμε. Δεν πρέπει να παραλείψω ότι, όση ώρα πλυνόμασταν, τουρίστες μας φωτογράφιζαν και κυρίως εμένα, κάτι που έκανε τους άλλους δύο να με "πειράζουν". Μετά το γεύμα ξαπλώσαμε στη σκιά των πλατανιών και απολαμβάναμε τον ήχο των νερών που κυλούσαν γύρω μας. Σε μισή ώρα σηκωθήκαμε και κινήσαμε για τα Κολύμπια. Επειδή δε βρήκαμε μέσον να μας μεταφέρει έως εκεί, μας έσωσαν τα πόδια μας. Ποδορόδρομο, λοιπόν, έως εκεί, για να πάρουμε το λεωφορείο για Φαληράκι.
Όσο περιμέναμε το λεωφορείο, δοκιμάσαμε οτοστόπ και για καλή μας τύχη σταμάτησε και μας πήρε ένας πατριώτης μου από Έδεσσα. Καλός κύριος! Μας μετέφερε αρχικά στο Φαληράκι, όπως του ζητήσαμε, και κατόπιν προσφέρθηκε να μας δείξει και την Καλλιθέα. Μας πήγε, λοιπόν, εκεί και, αφού μας είπε δυο λόγια για το μέρος, μας άφησε και συνέχισε το δρόμο του. Η Καλλιθέα είναι ένα ωραίο μέρος με αραβικά κτίρια και φοίνικες ένα γύρω. Κάναμε μια βόλτα και ψάξαμε πού μπορούσαμε να κολυμπήσουμε. Βράχια παντού και η θάλασσα δεν ήταν και τόσο καλή. Τέλος πάντων, κάναμε μαι βουτιά και μετά φεύγουμε γα Φαληράκι, για να βρούμε πού θα μείνουμε σήμερα το βράδυ. Αποφασίσαμε να κατασκηνώσουμε ανάμεσα στην Καλλιθέα και το Φαληράκι. Στο ενδιάμεσο συναντήσαμε ένα σνακμπάρ, το προσπεράσαμε και λίγο παρακάτω πέσαμε πάνω σε κάτι βολικό για μας, δηλαδή σε καθίσματα με μαξιλάρες και τέντα από πάνω για τον ήλιο, για μας για τη βραδινή δροσιά της θάλασσας. Βολευτήκαμε και κουρασμένοι όπως ήμασταν από όσα ζήσαμε σήμερα αποκοιμηθήκαμε γρήγορα απολαμβάνοντας έναν υπέροχο ύπνο.
Πέμπτη 7 Αυγούστου
Φαληράκι, Ιαλυσός
Το πρωί ο ήλιος μας ξύπνησε χαϊδεύοντάς μας με τις αχτίδες του. Ωραίο ξύπνημα και ακόμη καλύτερα θα εξελισσόταν, διότι σήμερα η ημέρα ήταν αφιερωμένη όλη στη γνωριμία μας με το Φαληράκι, μαι κοσμοπολίτικη κωμόπολη της Ρόδου. Άρα δε θα είχε τρεξίματα...
Αρχίσαμε την ημέρα μας με ατομική καθαριότητα. Λούσαμε τα μαλλιά μας - είχε εκεί κοντά μας ένα λάστιχο συνδεμένο σε βρύση, πολύ βολικό - και μετά ξυριστήκαμε. Ακολούθησε ένα μπάνιο με κρύο νερό, γλυκό νερό όμως και όχι θαλάσσης, και απλώσαμε τις κρέμες μας και τα αρωματικά μας. Φρέσκοι φρέσκοι βγήκαμε στο δρόμο για οτοστόπ. Φαίνεται ότι το μπάνιο και το ξύρισμα λειτούργησαν θαυματουργά, γιατί το πρώτο αυτοκίνητο που είδαμε σταμάτησε και μας πήρε, δεν άντεξε στον πειρασμό, έλεγε αργότερα ο Χρύσανθος και ξεσπούσαμε σε γέλια. Μας αφήνει στο Φαληράκι στο κέντρο και εμείς συνεχίζουμε κατηφορίζοντας προς την παραλία. Μεγάλη παραλία, πολλή κίνηση, αμέτρητα μαγαζιά αλλά το όλο σκηνικό λίγο βρώμικο για τα μέτρα της Ρόδου, όπως τα είχαμε ζήσει και γνωρίσει έως σήμερα... Βλέπετε,είναι πολύ κοντά στην πόλη της Ρόδου και η πρόσβαση είναι εύκολη και σύντομη. Βρήκαμε μια συστάδα δέντρων και αποφασίσαμε να μείνουμε στη σκιά τους για όσο θα ήμασταν στο Φαληράκι. Εγώ και ο Χρύσανθος πήγαμε για ψώνια, τρόφιμα και κανένα αναψυκτικό, και αφού επιστρέψαμε αποφασίσαμε να πάμε για μπάνιο.
Με το Χρύσανθο κολυμπήσαμε και πήγαμε σε ένα ξερονήσι απέναντι από την παραλία, όπου και κάναμε γυμνισμό για αρκετή ώρα. Μετά μας ήρθε η ιδέα να νοικιάσουμε ένα θαλάσσιο ποδήλατο. Πήγαμε και κλείσαμε ένα για 2 ώρες, 200 δραχμές, και κάναμε μια καλή βόλτα ένα γύρω στην περιοχή. Επισκεφτήκαμε και ένα στέκι γυμνιστών εκεί κοντά. Όταν επιστρέφαμε, έτρεξε να μας βρει ο Δημήτρης και, με τη φόρα που είχε να ανεβεί στο ποδήλατο το ταρακούνησε τόσο πολύ, ώστε έπεσε στη θάλασσα η φωτογραφική μηχανή του Χρύσανθου. Βγήκαμε αμέσως στην παραλία και ο Χρύσανθος έσπευσε να την ανοίξει και να τη σκουπίσει. Ελπίζαμε να μην είχε πάθει ζημία. Γευματίσαμε το μεσημέρι και κατόπιν πήραμε το λεωφορείο για Ιαλυσό, για το στέκι μας στου Φώτη, να βρούμε και το "Μηγιάκη". Ξανασμίξαμε με χαρά και άρχισε ο Αργύρης να μας διηγείται το καμάκι, στο οποίο είχε επιδοθεί όσο ήμασταν μακριά του. Το βράδυ μας οδήγησε στη Disco J FIX, όπου υπήρχε μαι θάλασσα γυναίκες κάθε εθνικότητας, χρώματος, ομορφιάς και γοητείας. Χορέψαμε με την ψυχή μας, κάναμε το καμάκι μας - αλλά δυστυχώς τζίφος - και κάποια ώρα γύρω στις 03:00 αποφασίσαμε να επιστρέψουμε. Κατά την επιστροφή ο Αργύρης παραλίγο να έρθει στα χέρια με μια παρέα τουριστών, διότι κολλούσε άγρια σε μια κοπέλα της παρέας τους. Μάλιστα ακούσαμε μετά από ημέρες και το σλόγκαν του "Μηγιάκηηηηηηηηηης"... Τέλος επιστρέψαμε στο στέκι μας και εγώ με το Χρύσανθο πήγαμε για ύπνο στην παραλία, στις ξαπλώστρες του Aura Beach. Στο δρόμο για την παραλία μάς συνέβη ένα απρόοπτο: ο Χρύσανθος μέσα στο σκοτάδι πάτησε πάνω σε άμμο σε μια γωνιά του δρόμου, αλλά για κακή του τύχη κάτω από την άμμο κρυβόταν ασβέστης... Καταλαβαίνετε πόσο άσπρισαν τα παπούτσια του!
Παρασκευή 8 Αυγούστου
Πεταλούδες, Κάμιρος
Ο ήλιος μας άγγιξε με τις ακτίνες του και μας ξύπνησε... Ωραία η ανατολή με τον ήλιο να "κολυμπά" στα γαλάζια νερά του Αιγαίου και να μας καλεί να του κάνουμε παρέα. Σκουντάω το Χρύσανθο να ξυπνήσει και τρέχουμε και οι δύο για μια βουτιά. Απολαύσαμε τα δροσερά νερά της θάλασσας και στη συνέχεια πήγαμε και ξυπνήσαμε και το Δημήτρη με τον Αργύρη.
Το πρόγραμμα σήμερα ήταν αρκετά γεμάτο. Θα κάναμε επίσκεψη στην περίφημη κοιλάδα των πεταλούδων και στην αρχαία Κάμιρο. Για μέσο σκοπεύαμε να νοικιάσουμε μοτοποδήλατα. Από τότε που ήρθαμε στη Ρόδο, βλέπαμε να οδηγούν μοτοποδήλατα ακόμη και ανήλικοι τουρίστες. Σκεφτήκαμε λοιπόν ότι θα ήταν κάτι το απλό το να νοικιάσουμε κι εμείς από ένα και να κάνουμε τη βόλτα μας στη βόρεια πλευρά του νησιού. Διαβάστε όμως τη συνέχεια να μάθετε τι τραβήξαμε για να μπορέσουμε να το πετύχουμε!
Αρχικά πήγαμε σε ένα ξενοδοχειακό συγκρότημα εκεί κοντά, μπροστά στο οποίο υπήρχε μια επιχείρηση ενοικίασης μοτοποδηλάτων. Παρουσιαστήκαμε όλοι μαζί και ζητήσαμε να νοικιάσουμε. Ο επιχειρηματίας μάς ζήτησε διπλώματα που δεν είχαμε. Μας είπε ότι δεν μπορεί να μας νοικιάσει χωρίς αυτά και στην εύλογη απορία μας γιατί νοικιάζει σε ξένους χωρίς να ζητάει δίπλωμα απάντησε ότι για του τουρίστες ίσχυε άλλο καθεστώς, πιο ανεκτικό. Πήραμε το μάθημά μας και προχωρώντας προς την επόμενη επιχείρηση ενοικίασης συμφωνήσαμε να παραστήσουμε τους τουρίστες. Έλα όμως που δε μιλούσαν αγγλικά ο Χρύσανθος και ο Αργύρης! Έτσι αναλάβαμε ο Δημήτρης κι εγώ να το κάνουμε και να πάμε αναγκαστικά σε δύο επιχειρήσεις. Στην πρώτη που πήγαμε τα πράγματα ήταν πανεύκολα... Βάρδια είχε μια ηλικιωμένη γυναίκα και εύκολα την ξεγελάσαμε με τα αγγλικά μας υποδυόμενοι του Ούγγρους. Εγώ ήμουν ο Νέμεθ, ο Δημήτρης δε θυμάμαι... Όταν μας ζήτησε διαβατήρια, δικαιολογηθήκαμε ότι τα είχαμε ξεχάσει στο ξενοδοχείο και δώσαμε τα στοιχεία μας σαν Ούγγροι που μέναμε στο Aura Beach. Συμφωνούμε στην τιμή, 300 δραχμές την ημέρα για το καθένα, και τα καβαλάμε και φεύγουμε. Παρακάτω ανεβάζουμε και τους άλλου δύο και προχωράμε ώσπου να βρούμε το επόμενο "θύμα" μας. Νομίσαμε ότι το βρήκαμε στην είσοδο της Ρόδου, αλλά παραλίγο να την πατήσουμε... Μάλλον του επιχειρηματία του κίνησε τις υποψίες η εμφάνισή μας και η προσφορά μας - τώρα ήμασταν Ιρλανδοί - και παραλίγο να μας ξεμπροστιάσει με τις ερωτήσεις του. Αλλά, όταν κάναμε τους θιγμένους και πήγαμε να φύγουμε, μας φώναξε και, παρά το ότι δεν είχε πεισθεί για όσα του λέγαμε, μας νοίκιασε δύο μοτοποδήλατα. Τα πήραμε και φύγαμε να συναντήσουμε το Χρύσανθο και τον Αργύρη που μας περίμεναν κρυμμένοι λόγο παρακάτω. Ουουουουουουουφφφφφφφφφφ... τα καταφέραμε! Πέρασαν περίπου 2 ώρες... Ώρα να φύγουμε για Πεταλούδες!
Τέρμα τα γκάζια - μη νομίζετε ότι έτρεχαν περισσότερο από 40 km - και, αφού φτάσαμε στη στροφή για Πεταλούδες, οδηγούμε όλοι μες στην τρελή χαρά, τόσο που προσπεράσαμε την τοποθεσία και ανεβήκαμε ψηλότερα. Ο δρόμος χωμάτινος με αρκετές πέτρες και μάλιστα μεγάλες. Ο πιο μικρός και πιο τρελός της παρέας, ο Αργύρης, τα κατάφερε να χτυπήσει σε μια πέτρα και να πέσει. Χτύπησε το χέρι του, μάτωσε και λίγο, αλλά έπαθε ζημία και το μοτοποδήλατο. Τέλος πάντων, περιποιηθήκαμε λίγο το χέρι του, ισιώσαμε το τιμόνι και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε για τις Πεταλούδες.
Σε 5΄ ήμασταν στην αρχή της κοιλάδας. Πανέμορφη, όλο νερά να κυλάνε δεξιά και αριστερά, πλατάνια θεόρατα και μονοπάτια διαμορφωμένα για τους επισκέπτες, ώστε να τους οδηγούν έως την έξοδο και να τους αποτρέπουν από το να ενοχλούν τις πεταλούδες. Οι πεταλούδες είναι μοναδικές, πορτοκαλί χρώμα με μαύρο, μαζεύονται σε σμήνη και φωλιάζουν κυρίως σε κουφάλες δέντρων. Αγαπάνε τα μέρη με υγρασία και τη σκιά. Τις ενοχλεί ο θόρυβος. Όπως μας είπε ένας από τους φύλακες κάθε χρόνο λιγοστεύουν και σίγουρα είναι κακό αυτό...
Η περιήγησή μας δεν κράτησε πολλή ώρα. Βέβαια μας άρεσε πολύ το όλο θέαμα και πρέπει να ομολογήσω ότι δεν ήμασταν και οι καλύτεροι επισκέπτες, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που ενοχλήσαμε τις πεταλούδες, για να βγάλουμε αναμνηστικές φωτογραφίες. Πάντως δε μας είδε κανείς από τους φύλακες, γιατί θα τα ακούγαμε και θα το αξίζαμε...
Επιστρέφοντας στα μοτοποδήλατα σκεφτήκαμε να κάνουμε μια βουτιά σε μιαι πισίνα με νερά που έρχονταν από πηγές και ήταν στην είσοδο της κοιλάδας. Αφού διαπιστώσαμε ότι δε μας βλέπει κανείς, ρίξαμε τη βουτιά μας μόνο εγώ και ο Χρύσανθος, γιατί οι άλλοι δύο δεν το τόλμησαν... Τα νερά ήταν παγωμένα..., όχι όμως και τόσο όσα κάποια άλλα σε άλλη γωνιά της Ελλάδας και στα οποία κολυμπήσαμε χρόνια αργότερα, τα νερά των πηγών του Βοϊδομάτη. Αφού πήραμε την κρυάδα των νερών και δροσιστήκαμε, σκουπιστήκαμε και ξεκινήσαμε για την αρχαία Κάμιρο.
Δεν ήταν μακριά η μία τοποθεσία από την άλλη, γι' αυτό και φτάσαμε γρήγορα - άλλωστε τι μηχανόβιοι ήμασταν, τρομάρα μας! - και αρχίσαμε την περιήγησή μας στον αρχαιολογικό χώρο. Ο Αργύρης βαριόταν να μας ακολουθήσει... Ήταν αρκετά ψηλά με καλή θέα προς τη θάλασσα. Δεν είχαμε διαβάσει σχεδόν τίποτε για την Κάμιρο, γι' αυτό και σας παραθέτω πληροφορίες από το ΙΝΤΕΡΝΕΤ:
Η Κάμιρος είναι ένας προορισμός για τους λάτρεις της ιστορίας και της αρχαιολογίας! 30 χιλιόμετρα δυτικά της ρομαντικής πόλης της Ρόδου η αρχαία Κάμιρος αποτελεί τόπο μεγάλης ιστορικής σημασίας για τα Δωδεκάνησα. Η πόλη ενώθηκε κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. με τις άλλες δύο εξίσου ισχυρές μεγάλες πόλεις του νησιού, την Ιαλυσό και τη Λίνδο, για να δημιουργήσουν τη μεγάλη πόλη-κράτος της Ρόδου. Εξερευνώντας κανείς τα ελληνιστικά ερείπια της Καμίρου, που ήρθαν στο φως το 1929, ανακαλύπτει κανείς την πόλη, που συχνά αναφέρεται ως "Πομπηία της Ελλάδας", καθώς κανείς δεν ξέρει γιατί η πόλη κάποτε ερημώθηκε και εγκαταλείφθηκε να θαφτεί στο πέρασμα του χρόνου. Τα ερείπια χρονολογούνται στον 3ο αιώνα π.Χ. Στον αρχαιολογικό χώρο μπορεί ο επισκέπτης σήμερα να δει μόνο την αρχαία Αγορά, έναν δωρικό ναό και μερικές αψίδες, καθώς πολλά από τα ευρήματα της αρχαίας Καμίρου βρίσκονται σήμερα στο Λούβρο, στο Βρετανικό Μουσείο, καθώς και στο περίφημο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης της Ρόδου.
Δε μείναμε πολύ ώρα στην Κάμιρο. Ήρθε η ώρα της επιστροφής και σκεφτόμασταν πώς θα επιστρέψουμε το μοτοποδήλατο του Αργύρη, που λόγω της τούμπας είχε υποστεί ζημίες. Από τώρα ακούγαμε στα αυτιά μας τις φωνές του επιχειρηματία! Ευτυχώς όλα πήγαν "καλά " και, όταν φτάσαμε στην επιχείρησή του, αυτός έλειπε. Βρήκαμε, λοιπόν, την ευκαιρία και τα αφήσαμε και τα δύο στην αυλή του και αμέσως μετά το βάλαμε στα πόδια... Ουουουουφφφφ,, πάει κι αυτό!
Επιστροφή στο στέκι μας, λίγη ξεκούραση και ο Χρύσανθος, ο Δημήτρης και ο Φώτης αποφάσισαν να πάνε στο Copa Kampana, το μεγαλύτερο και καλύτερο νυχτερινό κέντρο της Ρόδου. Εμφανίζονταν - μην παραξενευτείτε με τα ονόματα που θα διαβάσετε - η Νέλη Γκίνη, ο Περικλής Ξανθάκης και άλλες φίρμες της εποχής! Το κέφι στα ουράνια, το Johny Walker έρρεε - 2 φιάλες - και η πίστα γέμισε από την παρουσία μας! Όλοι είχαν φτιαχτεί και περισσότερο από όλους ο Δημήτρης, ο οποίος μάλλον σούρωσε... Δε θυμάται ο Χρύσανθος πώς και πότε επέστρεψαν, πάντως το πρωί τον βρήκα κουκουλωμένο με το sleepping bag του δίπλα μου στην παραλία! Όταν τον ξύπνησε ο ήλιος, μου είπε πως είχε ένα κεφάλι καζάνι!
Σάββατο 9 Αυγούστου
Ρόδος, Κολύμπια, Αθήνα
Η τελευταία ημέρα μας στη Ρόδο και το πρόγραμμα ήταν free. Όλοι μας πήγαμε στην πόλη της Ρόδου και κάναμε ψώνια, ομπρέλες και μπλούζες Fred Perry μαζί με διάφορα σουβενίρ. Ακολούθησε η επίσκεψή μας στο ενυδρείο και κατόπιν εγώ κι ο Χρύσανθος φύγαμε για τα Κολύμπια. Η παραλία στα Κολύμπια είναι μία από τις ομορφότερες του νησιού, ιδανική γι' αυτούς που ψάχνουν ένα καλά οργανωμένο μέρος, ήσυχο, αλλά ταυτόχρονα μέσα στην μοντέρνα ατμόσφαιρα. Η παραλία βρίσκεται μέσα σε μία μικρή εσοχή των βράχων στην ανατολική ακτή του νησιού της Ρόδου και μόνο 24 χιλιόμετρα μακριά από την όμορφη πρωτεύουσά του, την πόλη της Ρόδου. Είχαμε εντοπίσει την παραλία αυτή καθώς επιστρέφαμε από τις Επτά Πηγές προς την Ιαλυσό και είχαμε πει τότε πως θα κάναμε τα αδύνατο δυνατά να ρίξουμε μια βουτιά κι εκεί. Και το κάναμε! Παράξενη η παραλία... Μόλις μπαίνεις στη θάλασσα, νιώθεις να πατάς σε μια μεγάλη πέτρινη πλάκα. Απέναντι υπήρχαν βράχια με σπηλιές και κολυμπώντας τα φτάσαμε. Μας θύμιζαν τα Μάταλα της Κρήτης. Απολαύσαμε το μπάνιο και κατόπιν ξεκινήσαμε με τα πόδια έως το δρόμο που οδηγεί στην πόλη, για να κάνουμε οτοστόπ.. Σταματάει και μας παίρνει κάποιος έως τη διασταύρωση. Θα πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση... Περιμέναμε 30΄ - πρώτη φορά αργήσαμε τόσο - έως ότου σταματήσει να μας πάρει ένας χριστιανός στο φορτηγάκι του. Αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού, που έλεγαν οι πρόγονοί μας, γιατί θα μας πήγαμε απευθείας στην Ιαλυσό. Όταν φτάσαμε, μας ευχαρίστησε για την παρέα και ακολούθησε το δρόμο του αυτός και εμείς, αφού χαιρετίσαμε τους άλλους δύο, πήγαμε για την τελευταία μας βουτιά στα νερά της Ρόδου.
Ακολούθησε ένα ντους και μετά στρωθήκαμε να καταναλώσουμε τα τελευταία αποθέματά μας σε φαγητό. Το παγωτό για χώνεψη ήταν ό,τι πρέπει! Τώρα χρειαζόμασταν ξεκούραση, γιατί στις 00:10΄ πετούσαμε για Αθήνα. Όταν σηκωθήκαμε, ετοιμάσαμε τα πράγματά μας και αποχαιρετήσαμε τους φίλους μας. Με ταξί φτάνουμε στο αεροδρόμιο - δεν ήταν μακριά από την Ιαλυσό - και περνάμε από το σχετικό έλεγχο. Επιβιβαζόμαστε στο Boing. Ήταν για όλους μας το πρώτο μας ταξίδι με αεροπλάνο και η εμπειρία θα μας μείνει αξέχαστη. 20΄ ταξίδι στους αιθέρες και προσγειωνόμαστε στην Αθήνα. Παίρνουμε τις αποσκευές μας και κατευθυνόμαστε προς το Σταθμό Λαρίσης, όπου, αφού φτάσαμε, κοιμηθήκαμε με προσκέφαλο τα σακίδιά μας.
Ακολούθησε ένα ντους και μετά στρωθήκαμε να καταναλώσουμε τα τελευταία αποθέματά μας σε φαγητό. Το παγωτό για χώνεψη ήταν ό,τι πρέπει! Τώρα χρειαζόμασταν ξεκούραση, γιατί στις 00:10΄ πετούσαμε για Αθήνα. Όταν σηκωθήκαμε, ετοιμάσαμε τα πράγματά μας και αποχαιρετήσαμε τους φίλους μας. Με ταξί φτάνουμε στο αεροδρόμιο - δεν ήταν μακριά από την Ιαλυσό - και περνάμε από το σχετικό έλεγχο. Επιβιβαζόμαστε στο Boing. Ήταν για όλους μας το πρώτο μας ταξίδι με αεροπλάνο και η εμπειρία θα μας μείνει αξέχαστη. 20΄ ταξίδι στους αιθέρες και προσγειωνόμαστε στην Αθήνα. Παίρνουμε τις αποσκευές μας και κατευθυνόμαστε προς το Σταθμό Λαρίσης, όπου, αφού φτάσαμε, κοιμηθήκαμε με προσκέφαλο τα σακίδιά μας.
Κυριακή 10 Αυγούστου
Αθήνα, Θεσσαλονίκη
Τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού με το τρένο για Θεσσαλονίκη. Ο συρμός ξεκίνησε στις 09:30΄ και σε 7-8 ώρες θα έφτανε στη Θεσσαλονίκη. Το ταξίδι μας έλαβε τέλος, όμορφο τέλος και αρχή για άλλες εξορμήσεις ανά την Ελλάδα!
Αργύρης, Δημήτρης, Στάθης και Χρύσανθος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου